Η Αντίθεση Περιεχομένου και Εκφοράς στα έργα του Νίκου Εγγονόπουλου.
Η Αντίθεση Περιεχομένου και Εκφοράς στα έργα του Νίκου Εγγονόπουλου.
ΜΑΚΡΥΔΑΚΗ ΜΑΝΟΥ
Εισαγωγή
Ο Νίκος Εγγονόπουλους (1907-1985), βασικός εκπρόσωπος του ελληνικού υπερρεαλισμού, διαμόρφωσε μια ποιητική γραφή η οποία συνειδητά αποστασιοποιείται από τις συμβάσεις , τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη μορφή. Υπήρξε ένας από τους έλληνες πρωτοπόρους του 20ου αιώνα και αυτό διαφαίνεται και από το έργο του, όπου είναι γεμάτο από συμβολισμούς, ειρωνεία και ανατροπές, και έτσι προσφέρει ερμηνευτικές και δημιουργικές προσεγγίσεις.
Η ιδέα για την παρούσα εργασία προέκυψε από την προσωπική μου επαφή με το αρχείο του Εγγονόπουλου αλλά και κάποιες από τις ηχογραφήσεις του, καθώς με εντυπωσίασε η αντιφατικότητα στο ύφος του. Στα ποιήματα του πραγματεύεται υπαρξιακά, εθνικά ή ιστορικά ζητήματα ιδιαίτερης βαρύτητας, χρησιμοποιώντας ωστόσο μια γλώσσα που συχνά είναι αφοπλιστικά απλή ή εσκεμμένα καθημερινή, δημιουργώντας έτσι ένα έντονο ρήγμα ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο.
Ειδικότερα, αναλύονται τρία βασικά ποιήματα του Εγγονόπουλου: «Μπολιβάρ», «Περί Ύψους» και «Ύδρα των Πουλιών». Μέσα από τη συγκριτική μελέτη αυτών, επιδιώκω να φωτίσω τις τεχνικές που χρησιμοποιεί ο ποιητής για να δημιουργεί αυτή τη δημιουργική ένταση μεταξύ νοήματος και εκφοράς, δηλαδή να πραγματεύεται ζητήματα σοβαρής θεματικής μέσω μιας εκφοράς που φέρει στοιχεία ελαφρότητας ή ειρωνείας, ή αντιστρόφως, να προσδίσει ύφος υψηλής σοβαρότητας σε κατά τα άλλα απλά ή καθημερινά θέματα.
Κύριος στόχος της ανάλυσης είναι να αναδείξει πως η υπερρεαλιστική γραφή του Εγγονόπουλου εργαλειοποιεί τη ρήξη ανάμεσα στο τι και πως λέγεται, προκειμένου να θέσει ερωτήματα για τη τέχνη, την ταυτότητα, την ελευθερία και την ιστορική μνήμη. Παράλληλα, επιχειρείται η ανάδειξη της πολιτισμικής και ποιητικής παραδοξότητας του Εγγονόπουλου, μέσα από ένα δημιουργικό και ερμηνευτικό πρίσμα.
Στο έργο του, η λογική τάξη διαρκώς υπονομεύεται από στοιχεία του παραλόγου, η ιστορική αφήγηση διαπλέκεται με μυθικά και φαντασιακά μοτίβα, ενώ ο λυρικός λόγος αποδομείται μέσω μιας φωνής που συχνά εμφανίζεται αποστασιοποιημένη, εώς και αδιάφορη απέναντι στην συναισθηματική εμπλοκή. Μέσα από αυτήν τη στρατηγική αντίστιξη, η ποίηση του Εγγονόπουλου επιδιώκει να ανατρέψει την παραδοσιακή πρόσληψη του ποιητικού λόγου και να αναδείξει νέες δυνατότητες έκφρασης και σημασιοδότησης.
Η μεθοδολογική προσέγγιση του έργου βασίστηκε στη συγκριτική και θεματική ανάλυση των ποιημάτων, σε συνδυασμό με τις προσωπικές αναγνώσεις του ίδιου, αλλά και η χρήση τεκμηρίωσης (όπως αποσπάσματα, εικονογραφικό υλικό, σημειώσεις από συνεντεύξεις ή μελέτες του ποιητή). Η προσέγγιση είναι συνεπώς υβριδική, καθώς κινείται ανάμεσα στην ερμηνεία και τη δημιουργική ανταπόκριση στο υλικό και στην πρόσβαση που είχαμε σε αυτό.
Θεωρητικό και Ιστορικό Πλαίσιο
Ο Νίκος Εγγονόπουλους συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων εκφραστών του ελληνικού υπερρεαλισμού, τόσο στον χώρο της ποίησης όσο και σε εκείνον της ζωγραφικής. Η παιδική του ηλικία διαδραματίστηκε μεταξύ Κωνσταντινούπολης, Ελβετίας και Παρισιού, μια εμπειρία που συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση ενός διευρυμένου αισθητικού και πνευματικού ορίζοντα. Η γνωριμία του και η καλλιτεχνική του συγγένεια με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, αλλά και οι επιρροές του από το ευρωπαϊκό υπερρεαλιστικό κίνημα, οδήγησαν στην καλλιτεχνική του ωρίμανση
Ως ποιητής διακρίνεται για τη καινοτόμα χρήση της γλώσσας, την αποδόμηση της συντακτικής συνοχής, τη δημιουργία απροσδόκητων και παράδοξων εικόνων, αλλά και για τη τολμηρή ενσωμάτωση εθνικών και ιστορικών συμβόλων. Η παράλληλη ενασχόληση του με τη ζωγραφική εμπλουτίζει την ποιητική του έκφραση με έντονα εικαστικά στοιχεία. Δημιοργώντας έτσι ένα ιδιόμορφο διακειμενικό χώρο μεταξύ λέξης και εικόνας. Η αισθητική του πρόταση υπερβαίνει τα όρια των καθιερωμένων ειδών, συνιστώντας μια συνολική θεώρηση της ύπαρξης του, όπου το ιστορικό, το υπαρξιακό και το φαντασιακό συγκλίνουν σε ένα ενιαίο ποιητικό σύμπαν.
Ο Υπερρεαλισμός και η Ελληνική Του Πρόσληψη.
Ο υπερρεαλισμός (η σουρεαλισμός), ως καλλιτεχνικό και θεωρητικό ρεύμα, θεμελιώθηκε το 1924 με το Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού του André Breton, επιχειρώντας την απελευθέρωση της φαντασίας από τους περιορισμούς της λογικής, της ηθικής και των κοινωνικών συμβάσεων. Επιδίωξη του να αναδείξει το ασυνείδητο και να αποτυπώσει την εσωτερική πραγματικότητα, ενσωματώνοντας τεχνικές όπως η αυτόματη γραφή και η ασυνέχεια της αφηγηματικής δομής.
Στον ελληνικό λογοτεχνικό χώρο, λόγω της ρήξης με τις κυρίαρχες μορφές λόγου και την παραδοσιακά ρυθμισμένη αισθητική των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, η αντίληψη του υπερρεαλισμού υπήρξε σύνθετη. Παρά τις αρχικές αμφιβολίες, το ρεύμα κατόρθωσε να ριζώσει δημιουργικά, ιδιαίτερα μέσα από τα έργα του Νίκου Εγγονόπουλου και του Ανδρέα Εμπειρίκου, οι οποίοι απέδωσαν στον υπερρεαλισμό ελληνική φυσιογνωμία και ιστορική συνείδηση.
Ο Εγγονόπουλος με την ποίηση του εισήγαγε στον ελληνικό ποιητικό λόγο τα κύρια χαρακτηριστικά του υπερρεαλισμού, τα οποία είναι η φαινομενικά ασύνδετη ή ασυνάρτητη ροή εικόνων, η λογική της αυτόματης γραφής, την αναπάντεχη μετάβαση μεταξύ ετερόκλιτων σημασιολογικών πεδίων και την αποσπασματική σύνθεση. Οι επιρροές από την εικαστική πρωτοπορία της Ευρώπη, και ειδικότερα από καλλιτέχνες όπως ο Max Ernst και ο Giorgi de Chirico, είναι προφανείς, ενώ παράλληλα αφομοιώνεται οργανικά την ελληνική μυθολογία. Αυτό προσδίδει στο έργο του ένα υβριδικό χαρακτήρα, όπου το φαντασιακό συναντά το εθνικό και το εικαστικό σύμπαν μετατρέπεται σε φορέα πολιτισμικής ταυτότητας.
Το Υπερρεαλιστικό πλαίσιο και η Φωνητική Ποίηση.
Αναπόσπαστο μέρος της σημασιοδότησης της ποίησης αποτελεί η φωνητική διάσταση, και δεν υπάρχει περιορισμός στην απαγγελία ή το τονισμό των λέξεων. Ο Paul Zumthor, αναφέρει ότι η ποίηση είναι ‘φωνητική τέχνη’ όπου η φωνή λειτουργεί ως τρόπος νοηματοδότησης. Παράλληλα, ο Henri Meschonnic εστιάζει στην ρυθμικότητα και την εκφορά, και αναφέρει ότι δεν είναι απλώς τεχνικά στοιχεία, ικανά να επηρεάσουν τη σημασία και την αίσθηση του ποιήματος. Συνεπώς, η φωνητική ανάλυση των ποιητικών έργων του Εγγονόπουλου αποκαλύπτουν πτυχές της ποιητικής του που δεν είναι εμφανείς στη παραδοσιακή αναγνωστική προσέγγιση, αφού η απαγγελία φωτίζει τη διάσταση του υπερρεαλιστικού πειραματισμού.
Η Έννοια της Αντίθεσης Περιεχομένου και Εκφοράς.
Στα έργα του Νίκου Εγγονόπουλου, παρατηρείται τακτικά μια έντονη αντίθεση ανάμεσα στο θεματικό των ποιημάτων και στο τρόπο εκφοράς αυτών στις ηχογραφήσεις του. Παρότι το περιεχόμενο συχνά αγγίζει ζητήματα υψηλού υπαρξιακού και ιδεολογικού φορτίου, όπως ο θάνατος, η εθνική μνήμη, ο πόλεμος ή εξουσία, ενώ η εκφορά περιλαμβάνει σαρκαστικό, ειρωνικό ή σουρεαλιστικό χαρακτήρα.
Μέσω της αποστασιοποιημένης και ορισμένες φορές σαρκαστικής εκφοράς, υπονομεύεται η ρητορική της επιτηδευμένης σοβαρότητας, αμφισβητείται η κανονιστική λειτουργία της γλώσσας και αναιρείται η παραδοσιακή αφηγηματική δομή. Στο κέντρο της μεθόδου αυτής παρατηρείται η πρόθεση αποδόμησης του νοήματος και η ανάδειξη της γλωσσικής αστάθειας, στοιχεία που εντοπίζονται σε μεταγενέστερες θεωρητικές εξελίξεις.
Η απαγγελία ως σκηνοθεσία του λόγου.
Η απαγγελία του Νίκου Εγγονόπουλου δεν είναι απλή ανάγνωση, αλλά μια σκηνοθετική πράξη. Από την εσκεμμένη έλλειψη της συναισθηματικής χροιάς, δημιουργείται έναν ιδιαίτερο χώρο υποδοχής του λόγου, δηλα΄δη έναν χώρο ψυχρό, σχεδόν θεατρικά αποδημητικό. Ο ίδιος έχει ως σκοπό να κατευθύνει τον ακροατή, αλλά προσπαθεί να τον απομακρύνει από την άμεση εμπλοκή. Η επιλογή του αυτή, δεν εντάσσεται στον ευρύτερο υπερρεαλιστικό στόχο, ο οποίος είναι ότι η τέχνη δεν οφείλει να εξηγήσει ή να παρηγορήσει, αλλά να ξαφνιάσει και να ανατρέψει.
Ερμηνευτικά Εργαλεία: Μνήμη, Αρχείο, Εικόνα.
Για τη κατανόηση του έργου του Εγγονόπουλου, καίρια είναι η έννοια της μνήμης, συλλογικής αλλά και ατομικής, αλλά και η φαντασία όπου βασίζεται στην αρχαία ιστορία. Ο ποιητής δεν αναπαριστά την ιστορία, την δημιουργεί από την αρχή μέσα από μια σειρά διαφορετικών εικόνων, γεγονότων και προσώπων.
Η προσέγγιση αυτή μπορεί να εξηγηθεί υπό το πρίσμα της θεωρίας του αρχείου των Michel Foucault και Jacques Derrida, όπου αναφέρει ότι η μνήμη οργανώνεται όχι ως χρονολογική καταγραφή, αλλά ως ενεργό υλικό διαμόρφωσης ταυτότητας. Παράλληλα, η χρήση της εικόνας δεν λειτουργεί ως περιγραφή, αλλά για να ενεργοποιηθεί συμβολισμούς που αγγίζουν το ασυνείδητο, όπως αναφέρεται στις ψυχολογικές θεωρίες του Freud και του Lacan.
Για την εκπόνηση της παρούσας εργασίας αξιοποιήθηκαν βασικά έργα και πηγές που συμβάλλουν στην πολύπλευρη προσέγγιση του ποιητικού και εικαστικού έργου του Νίκου Εγγονόπουλου. Μεταξύ αυτών, πρωταρχική θέση κατέχουν οι συλλογές Ποιήματα (1942-1978) του ίδιου ( εκδόσεις Ίκαρος), αλλά και το Οκτάνα του Ανδρέα Εμπειρίκου, που συμβάλλουν στη σύγκριση και στη κατανόηση των υπερρεαλιστικών τεχνικών στην ελληνική ποίηση. Επίσης, καίρια θεωρητική συνεισφορά αποτέλεσαν μελέτες όπως το άρθρο «Ο υπερρεαλισμός στην Ελλάδα» της Μαρίας Στασινοπούλου στην επιθεώρηση Νέα Εστία.
Η ανάλυση υποστηρίζεται περαιτέρω από θεωρητικά εργαλεία που προέρχονται από τη σύγχρονη φιλοσοφία και κριτική θεωρία. Η θεωρία, όπως διατυπώνεται από τον Michael Foucault στο The Archaelogy of Knowledge και τον Jacques Derrida στο Archive Fever δημιουργούν ένα πλαίσιο κατανόησης της μνήμης, ως ενεργός μηχανισμός κατασκευής ταυτότητας και ιστορικής συνείδησης. Ταυτόχρονα, οι θεωρήσεις του Ronald Barthes στο Image-Music-Text εντείνουν τη σημασία της ανάγνωσης της εικόνας και της σχέσης της με το κείμενο.
Αναλυτική περιγραφή του ποιητικού έργου
Η μελέτη με τίτλο «Η Αντίθεση Περιεχομένου και Εκφοράς στα έργα του Νίκου Εγγονόπουλου» συνιστά μια ερμηνευτική κατασκευή, όπου στοχεύει στην ποιητική του υπερρεαλισμού, να αναδειχθεί το βάθος της αντίθεσης που χαρακτηρίζει τον τρόπο γραφής του και στις ηχογραφήσεις των ίδιων των ποιημάτων. Το έργο οργανώθηκε πρωτίστως με διακειμενική σύνθεση και πιο συγκεκριμένα αποσπάσματα των ποιημάτων του ίδιου και δευτερογενείς πηγές, όπως θεωρητικά και κριτικά κείμενα που φωτίζουν και συμβάλλουν τις πολλαπλές όψεις του υπερρεαλισμού αλλά και τη κατανόηση του.
Η δομή της εργασίας χωρίζεται σε τρεις βασικές θεματικές ενότητες, δηλαδή σε τρία διαφορετικά ποιήματα του, όπου κάθε μία από τις οποίες εμβαθύνει και αναδεικνύει διαφορετικές πτυχές της ποιητικής τεχνικής και ιδεολογίας του Εγγονόπουλου όσον αφορά τον τρόπο γραφής. Οι ενότητες αυτές είναι η εθνική ταυτότητα και το πρόσωπο του ήρωα στο ποίημα «Μπολιβάρ», το ύψος και η πτώση της εσωτερικής εμπειρίας στο ποίημα «Περί Ύψους», και η ονειρική φύση της δημιουργίας και το ασυνείδητο στην «Ύδρα των Πουλιών».
Η επιλογή των συγκεκριμένων ποιημάτων υπήρξε στοχευμένη και αντιπροσωπεύει διαφορετικές χρονικές φάσεις αλλά και θεματικές κατευθύνσεις της ποιητικής πορείας του Εγγονόπουλου. Το «Μπολιβάρ» γράφεται εν μέσω Κατοχής και υποστηρίζει έντονα πολιτικά και εθνικά ζητήματα, το «Περί Ύψους» χρονικά τοποθετείτε στην ώριμη ποιητική του φάση, με έμφαση στο υπαρξιακό βάθος και στην πνευματικότητα. Και τέλος, η «Ύδρα των Πουλιών» είναι ένα απόλυτα σουρεαλιστικό ποίημα, όπου κυριαρχεί η ονειρική, εικαστική και ασυνείδητη εικόνα, αποκομμένη από την ρεαλιστική αφήγηση.
Η πρώτη θεματική ενότητα επικεντρώνεται στο ποίημα «Μπολιβάρ» ως σημείο τομής, όπου ο ποιητής συνδυάζει τον εθνικό και πολιτικό λόγο με μια σαρκαστική και συχνά ειρωνική εκφορά. Μέσα από το ποίημα, ο Σιμόν Μπόλιβαρ παρουσιάζεται ως ένας υπερβατικός ήρωας, σύμβολο ελευθερίας, αντίστασης και εθνικής ταυτότητας, με έναν υψηλό, σχεδόν επικό χαρακτήρα. Βέβαια, η γλώσσα του ποιήματος μετατρέπει αυτό το σοβαρό περιεχόμενο σε μια μορφή που μοιάζει με παράδοξο ύμνο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο στίχος «ο Μπολιβάρ είναι ωραίος σαν Έλληνας», όπου μεταφέρει ένα έντονο ηρωικό συναίσθημα, μια εκφραστική υπερβολή και το πάθος των στίχων παραπέμπει σε ένα ύφος εμφατικό, σχεδόν πατριωτικό. Ωστόσο, η τελετουργική διάθεση που αποπνέει το ποίημα έρχεται σε ρήξη με το τόνο της φωνής του στην ηχογράφηση του ποιήματος, διατηρώντας έναν αποστασιοποιημένο και σχεδόν σαρκαστικό τόνο. Ακόμη, ο στίχος «το ξέρεις, Μπολιβάρ, πως η καρδιά μας χτυπάει παράξενα απόψε…» μεταδίδει ένα ρίγος και μια αναστάτωση. Αντιθέτως, η φωνή μοιάζει να υπονομεύει τη ρητορική έξαρση. Η ηρωική αφήγηση απογυμνώνεται και αποκτά απομυθοποιητικό χαρακτήρα.
Στην ηχογράφηση, η απαγγελία του Εγγονόπουλου είναι μονοτονική και αποστασιοποιημένη, χωρίς ρητορικές κορυφώσεις ή συναισθηματική έμφαση. Αυτή η αντίθεση δημιουργεί μια ειρωνική απόσταση από το επαναστατικό περιεχόμενο, υπονομεύοντας την ηρωική αφήγηση και αναδεικνύοντας το παράδοξο πίσω από το ηρωικό αφήγημα. Η φωνητική αυτή επιλογή συνδέεται με την υπερρεαλιστικη πρόθεση της απομυθοποίησης των ιδεολογικών αφηγήσεων.
Η δεύτερη ενότητα αναλύει το ποίημα «Περί Ύψους», όπου η ποιητική εκφορά γίνεται πιο απλή και ασκητική, ενώ το περιεχόμενο του ποιήματος είναι έντονα θρησκευτικό, φιλοσοφικό, αισθητικό και μεταφυσικό. Το ύψος εδώ λειτουργεί ως μεταφορά της εσωτερικής πνευματικής ανύψωσης και ίσως της μοναξίας και της πτώσης, όπως αποτυπώνεται στο στίχο «το ύψος είναι μια λέξη που πονάει». Η φράση αυτή, μολονότι έντονη στη διατύπωση, δεν αποκτά βαθύ ποιητικό βάρος χάρη στην εκφορά του ποιητή. Ακόμη, ο στίχος «αποφεύγετε το ύψος και προτιμάτε το βάθος το ύψος είναι επικίνδυνο…» είναι μια αντιστροφή της συμβατικής ιεραρχίας, όπου το ύψος ταυτίζεται με το άυλο και το ιδεώδες και εισάγει έναν ειρωνικό στοχασμό. Ο Εγγονόπουλος, φαίνεται εδώ να παρωδεί την πνευματική υπεροψία, υποδεικνύοντας την αστάθεια των ιδεών που κατασκευάζουμε ως ανώτερες. Αυτές οι τεχνικές επιτείνουν την αίσθηση της αποξένωσης και της ψυχικής έντασης του ακροατή από το ποίημα.
Στην εκφορά των στίχων, η απαγγελία του ποιητή δεν επιβεβαιώνει τη σοβαρότητα αυτής της αναζήτησης. Αντίθετα, η έλλειψη εμφατικής άρθρωσης υποβαθμίζουν το συμβολικό βάρος της έννοιας του ύψους. Αυτό οδηγεί σε μια αντιστροφή του αναμενόμενου, ενώ η προσδοκία του αναγνώστη είναι μια ανάταση. Φαίνεται να παραμένει γειωμένος, υπονομεύοντας την έννοια του ύψους. Έτσι, ξανά βλέπουμε ότι η εκφορά λειτουργεί ως δίαυλος της υπερρεαλιστικής αποδόμησης της μεταφυσικής.
Η τρίτη ενότητα αποτελεί την πιο σουρεαλιστική του φάση και είναι το ποίημα «Ύδρα των Πουλιών». Το νόημα του ποιήματος δεν προκύπτει μέσα από την αφηγηματική λογική ή τη συνεκτική δομή, αλλά από τη συρροή ασύνδετων εικόνων και συμβολισμών που λειτουργούν σαν αυτόνομες σκηνές ενός ονείρου. Συνδυάζει λυρισμό με σουρεαλιστικές εικόνες, σε ένα ελληνικό τοπίο. Η απλή γλώσσα, είναι καθημερινή ή ακόμη αθώα. Η συνύπαρξη με την αφηρημένη εικόνα της «Ύδρας» δημιουργεί μια παράλογη αίσθηση και βαθιά ανθρώπινη.
Στο στίχο «η θάλασσα ακούμπησε τα μαλλιά σου και τότε γίνηκες τραγούδι…» η μεταφορά είναι καθαρά ποιητική και προσδίδει μια συγκινησιακή φόρτιση, ίσως σχεδόν ερωτική. Όμως για ακόμη μια φορά ο Εγγονόπουλος αρνείται να ενσαρκώσει αυτό το συναίσθημα στη φωνή του. Επίσης, ο στίχος «μια Ύδρα που δεν σκοτώνει
αλλά φτερουγίζει» η φωνή του δεν πετάει όπως θα περιμέναμε αλλά περπατά αργά, μεθοδικά και χωρίς έμφαση. Ο ποιητής στην εκφορά του δεν συμμετέχει στον όραμα του, αλλά το αφηγείται σαν να ανήκει σε κάποιον άλλο. Διατηρείται η ίδια ρυθμική ψυχρότητα και ενισχύει την αίσθηση του ονείρου, και για άλλη μια φορά η εκφορά γίνεται εργαλείο υπερρεαλιστικής αποδόμησης. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα μια φωνητική αποξένωση που καθιστά τη ποίηση ως πνευματικό κατασκεύασμα.
Στη συγκεκριμένη ανάλυση και στη δημιουργική μέθοδος που ακολουθήθηκε επιτρέπεται να φανεί η ιδιαίτερη στρατηγική στη ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου. Αυτό, είναι η μετατροπή της ποίησης σε ένα γεγονός που υπερβαίνει την συμβατική αφήγηση, με διάχυτη ειρωνεία και την ανάδειξη της γλώσσας ως πεδίο ελευθερίας. Από αυτήν την αντίθεση περιεχομένου και εκφοράς, το έργο του συνθέτει ένα ποιητικό σύμπαν, όπου η αλήθεια κρύβεται στην ασυνέχεια και στη ποικιλία της έκφρασης.
Περιγραφή της δημιουργικής διαδικασίας
Η διαδικασία άρχισε με εξέταση του ποιητικού έργου του Εγγονόπουλου. Με σκοπό να εντοπίσω ποιήματα όπου η αντίθεση μεταξύ περιεχομένου και εκφοράς να διαφαίνεται με ένταση. Παράλληλα, εξέταζα σε ποιες ηχογραφήσεις αυτών των ποιημάτων έχω πρόσβαση. Εξαρχής, παρατήρησα ότι ο χρωματισμός, ο ρυθμός και η απαγγελία του ποιητή στις ηχογραφήσεις επηρεάζει τη πρόσληψη των ποιημάτων. Ο τρόπος με τον οποίο ο Εγγονόπουλος απαγγέλει τα ποιήματα του δημιουργεί μια αποστασιοποίηση, αφού η φωνή του φαινομενικά αντιστρατεύεται το συναισθηματικό ή ιδεολογικό φορτίο των στίχων του.
Έπειτα επέλεξα τρία ποιήματα, τα οποία είναι το «Μπολιβάρ», το «Περί Ύψους» και την «Ύδρα των Πουλιών». Το καθένα εστιάζει σε μια διαφορετική εκδοχή του ανάμεσα στα χρόνια. Το «Μπολιβάρ» φέρει έναν ηρωικό και επικό λόγο που εκφέρεται με ειρωνεία, το «Περί Ύψους» συνδυάζει το φιλοσοφικό στοχασμό, με μια μονότονη εκφορά ενώ η «Ύδρα των Πουλιών» λειτουργεί ως ποιητικό όνειρο που απαγγέλλεται με πλήρη συναισθηματική απόσταση, και ίσως σαν να ακυρώνει την ονειρική φόρτιση.
Η ηχητική εμπειρία, συνεπώς, δεν λειτούργησε απλά ως συμπλήρωμα στην ανάγνωση, αλλά ως αυτόνομος αναλυτικός άξονας. Η εκφορά από τον ίδιο το ποιητή αποτέλεσε κρίσιμο εργαλέιο για την ερμηνεία του έργου, καθώς με βοήθησε να αντιληφθώ καλύτερα το υπερρεαλιστικό του έργο και τις τεχνικές. Κατά τη διάρκεια της ακρόασης, κατέγραφα παρατηρήσεις για το τόνο, τις παύσεις και τις εμφατικές επιλογές στη χροιά του ποιητή. Οι ηχητικές αυτές αποχρώσεις, αποδείχτηκαν αποκαλυπτικές για την συνολική πρόσληψη των ποιημάτων.
Την ίδια στιγμή για να μπορέσω να έρθω σε επαφή με τον υπερρεαλισμό αλλά και με τον ίδιο το ποιητή, προχώρησα στη μελέτη θεωρητικών και κριτικών κειμένων. Θεματικές, όπως το όνειρο, η μνήμη, η αποδόμηση της γλώσσας και η εθνική ταυτότητα, συναντήθηκαν με την εμπειρία της ακρόασης, αυξάνοντας την αντίληψη μου για την ειρωνική χρήση της γλώσσας στην ποίηση του. Από την άλλη, η θεματική διάταξη των ενοτήτων προέκυψε από την αντανάκλαση μιας πορείας ανόδου από την πραγματικότητα προς την εσωτερική σφαίρα του ασυνειδήτου. Αυτή η πορεία αποτυπώνεται και στον ήχο της φωνής του ποιητή, που μοιάζει να αιωρείται ανάμεσα στο σαρκασμό και τη μελαγχολία.
Δεν έλλειπαν όμως οι προκλήσεις στην όλη διαδικασία. Η ισορροπία ανάμεσα στην ερμηνευτική ελευθερία και την θεωρητική τεκμηρίωση, όπως και απαίτησαν διαρκή αξιολόγηση αλλά και η αντίληψη του υλικού. Οι επανειλημμένες ακροάσεις των ηχογραφήσεων στάθηκαν καθοριστικές, καθώς κάθε νέα ακρόαση έκρυβε νέες πτυχές της εκφοράς και του νοήματος. Σε όλη τη διάρκεια, όμως, αυτής της πορείας, η φωνή του ποιητή έγινε συνομιλητής, ένας παράξενος οδηγός σε μια ερμηνευτική περιπλάνηση. Η αποστασιοποιημένη χροιά της φωνής του, δεν με απομάκρυνε από το περιεχόμενο, αλλά με ώθησε να το επανεξετάσω σε βάθος. Ωστόσο, δεν επιδίωξα να καταλήξω σε οριστικά συμπεράσματα, αλλά σε ένα διάλογο ανάμεσα στη σιωπή της σελίδας και στον ήχο της φωνής.
Συνολικά, η δημιουργική διαδικασία αποτέλεσε μια αλληλουχία ερευνών, αναζητήσεων, ακροάσεων και πειραματισμών. Σκοπός, δεν ήταν απλά να αναλυθεί η αντίθεση μεταξύ περιεχομένου και εκφοράς, αλλά να βιωθεί, και να μετατραπεί οργανικό στοιχείο της ίδιας της εργασίας. Μέσα από αυτήν την πορεία κατάφερα να αναδείξω τον ιδιόμορφο, αινιγματικό και πολυεπίπεδο χαρακτήρα της ποίησης του Εγγονόπουλου, που δημιουργεί πολλά ερωτήματα στον αναγνώστη με την εκφορά του.
Συμπεράσματα
Στη μελέτη αυτή ανάμεσα στο περιεχόμενο και την εκφορά στα έργα του Νίκου Εγγονόπουλου καταλήγουμε στην πολυπλοκότητα και τη μοναδικότητα της ποιητικής του φωνής. Μέσα από την εκτενή ανάλυση και τη τακτική ακρόαση των ηχογραφήσεων του ίδιου του ποιητή, αναδείχθηκε μια δημιουργική ένταση που δεν αναιρεί, αλλά αντίθετα ενισχύει το νοηματικό βάθος των ποιημάτων του.
Τα ποιήματα του Εγγονόπουλου χαρακτηρίζονται από μια φαινομενικά παράδοξη συνύπαρξη: από τη μια, θίγονται ζητήματα μείζονος σημασίας, όπως η ιστορική μνήμη, η εθνική ταυτότητα, ο ηρωισμός, ο έρωτας και το όνειρο, ενώ από την άλλη, η εκφορά τους από τον ίδιο τον ποιητή, με τη μονότονη, αδιάφορη και ενίοτε σαρκαστική χροιά και μοιάζει να αποστασιοποιείται από την σημαντικότητα των πραγμάτων. Η συγκεκριμένη εκφορά, δεν αναιρεί όμως, την ουσία, ότι δηλαδή λειτουργεί ειρωνικά, αποδομώντας τον παλαιό ρητορικό στόμφο και αυτό κάνει τη ποίηση του ποιο διαλεκτική, πιο ανοιχτή στη σύγχρονη συνείδηση.
Η αντίθεση αυτή δεν συνιστά απλώς μια αισθητική επιλογή, αλλά κύρια μέθοδο του υπερρεαλιστικού λόγου, που σκοπό έχει να προκαλέσει τον αναγνώστη, να τον αποπροσανατολίσει από το κυριολεκτικό και να τον κατευθύνει προς την ανακάλυψη πολλαπλών επιπέδων νοήματος. Η φωνή του ποιητή, όπως καταγράφεται στις ηχογραφήσεις, αποτελεί μέσω για την πρόσληψη αυτής της στρατηγικής. Το «παράδοξο» μετατρέπεται σε εργαλείο ανατροπής και κριτικής, όχι μόνο απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα αλλά και προς την ίδια τη γλώσσα.
Μέσα από την ανάλυση των ποιημάτων «Μπολιβάρ», «Περί Ύψους» και «Ύδρα των Πουλιών», και την σύγκριση των κειμένων με τον τρόπο εκφοράς τους, αποκαλύφθηκαν διαφορετικές πτυχές της ποίησης του Εγγονόπουλου. Τα τρία βασικά αι πιο σημαντικά είναι η ειρωνική αποδόμηση του ηρωικού, η υπαρξιακή ελαφρότητα του ύψους και η μεταφυσική σιωπή του ονείρου. Σε όλες τις περιπτώσεις, η φωνή του ποιητή είναι αντισυμβατική, σχεδόν παράλογη, που όμως τελικά καταλήγει στη βαθύτερη πρόθεση του δημιουργού, να απογυμνώσει τη σοβαρότητα και να ελευθερώσει το νόημα από τις συμβάσεις.
Η προσωπική μου προσέγγιση μεταβλήθηκε σε όλη τη διάρκεια της μελέτης. Πέρασα από μια βιωματική, σχεδόν διαλογική σχέση με τα ποιήματα, όπου έκανε την ίδια τη ποίηση να μην αποτελεί μόνο ένα στατικό αντικείμενο μελέτης, αλλά μια ζωντανή εμπειρία και στη συγκεκριμένη περίπτωση ένα υβρίδιο λόγου, φωνής και συναισθήματος. Η εκφορά, αντί να μειώνει το βάρος των στίχων, λειτουργεί ως ρωγμή που μας επιτρέπει να δούμε πέρα από την επιφάνεια. Η αντίθεση περιεχομένου και εκφοράς, δεν εμφανίζεται ως ασυμβατότητα, αλλά ως πεδίο έντασης, όπου η ειρωνεία συναντά την αγωνία, και το παράδοξο γίνεται ένα μέσω αναζήτησης της αλήθειας. Η ποίηση του Εγγονόπουλου συνεχίζει να αποτελεί πηγή έμπνευσης και να προκαλεί όχι μόνο για όσα λέει, αλλά κυρίως και για τον τρόπο με τον οποίο τα λέει.
Πηγές - Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση
Αναγνωστάκης, Α. (2003). Η ποιητική του Εγγονόπουλου. Πατάκης.
Αναγνωστόπουλος, Κ. (2012). Ο υπερρεαλισμός στην Ελλάδα. Κέδρος.
Βαγενάς, Ν. (1991). Ο ποιητής και ο χορευτής: Δοκίμια για την ποίηση. Κέδρος.
Δασκαλόπουλος, Δ. (1994). Εγγονόπουλος. Η ζωή και το έργο του. Ερμής.
Καζαντζή, Α. (2014). Ο τόπος του μύθου στην υπερρεαλιστική ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου. Νέα Εστία, 1860, 115–125.
Κατσαβούνης, Κ. (2017). Υπερρεαλισμός και εθνική ταυτότητα στην ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα. Σμίλη.
Κουμανταρέας, Μ. (1979). Ο Νίκος Εγγονόπουλος: Υπερρεαλιστής ή Έλληνας ποιητής; Νέα Σύνορα.
Μαρωνίτης, Δ.Ν. (2000). Η λογοτεχνία ως γλώσσα και φωνή. Ίκαρος.
Μήλα-Αποσκίτη, Ε. (2007). Ο υπερρεαλισμός και η ελληνική πρωτοπορία. Gutenberg.
Πολίτης, Λ. (1980). Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. ΜΙΕΤ.
Χριστοδουλίδης, Γ. (2010). Το ποιητικό υποκείμενο και η ειρωνεία στον Εγγονόπουλο. Ποιητική, 14, 75–88.
Ξενόγλωσση
Barthes, R. (1977). Image – Music – Text (S. Heath, Trans.). Fontana Press.
Cavarero, A. (2005). For More Than One Voice: Toward a Philosophy of Vocal Expression. Stanford University Press.
Derrida, J. (1978). Writing and Difference (A. Bass, Trans.). Routledge. (Πρωτ. έκδ. 1967).
Dolar, M. (2006). A Voice and Nothing More. MIT Press.
Foucault, M. (1972). The Archaeology of Knowledge (A. M. Sheridan Smith, Trans.). Pantheon Books.
Freud, S. (1957). The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud (Vol. 14) (J. Strachey, Trans.). Hogarth Press. (Πρωτ. έκδ. 1914).
Jameson, F. (1991). Postmodernism, or, The Cultural Logic of Late Capitalism. Duke University Press.
Kristeva, J. (1980). Desire in Language: A Semiotic Approach to Literature and Art. Columbia University Press.
Lacan, J. (2006). Écrits: The First Complete Edition in English (B. Fink, Trans.). W.W. Norton & Company.
Matthews, J.H. (1969). Surrealism and the Novel. University of Texas Press.
Meschonnic, H. (1999). Poétique du rythme: Anthropologie historique du langage. Verdier.
Rabaté, J.-M. (2001). The Future of Theory. Blackwell.
Zumthor, P. (1990). Oral Poetry: An Introduction (K. M. Spires, Trans.). University of Minnesota Press.
(Zumthor αναφέρει ότι η ποίηση είναι «φωνητική τέχνη», όπου η φωνή λειτουργεί ως τρόπος νοηματοδότησης.