ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ σε 3000 ΛΕΞΕΙΣ

ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ σε 3000 ΛΕΞΕΙΣ

Γκούβα Βάγια - Σπυριδούλα, Αναγνωστάκη Μαρία - Αγαθή, Χειμώνα - Μαυρογένη Ευγενία, Φουρτούνη Ευφροσύνη

Εισαγωγή

Η παρούσα εργασία αποτελεί μια δημιουργική και ταυτόχρονα ερμηνευτική προσέγγιση στο έργο και την προσωπικότητα του Νίκου Εγγονόπουλου, μέσα από μια πολυεπίπεδη σύνθεση, η οποία αξιοποιεί στοιχεία αρχειακής έρευνας, λογοτεχνικής ανασύνθεσης, σκηνικής φαντασίας και σύγχρονου προβληματισμού πάνω στην καλλιτεχνική ταυτότητα. Εστιάζοντας στην έννοια της δημόσιας έκθεσης, της προβολής του καλλιτέχνη και της σχέσης του με την εικόνα – ζήτημα ιδιαιτέρως επίκαιρο στην ψηφιακή εποχή – επιχειρείται μια σύγκλιση μεταξύ του χθες και του σήμερα, του ιστορικού και του επίκαιρου, του προσωπικού και του δημόσιου.

Ο Νίκος Εγγονόπουλος, ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές του ελληνικού υπερρεαλισμού, υπήρξε προσωπικότητα αντιφατική: αποτραβηγμένος από τη δημοσιότητα, αλλά ταυτόχρονα επιδραστικός· βαθύς ποιητής της εσωτερικότητας, αλλά και καλλιτέχνης με σαφή πολιτική και αισθητική στάση. Η στάση του απέναντι στη δημοσιότητα ήταν σχεδόν εχθρική. Όπως ο ίδιος επανειλημμένα τόνιζε, η τέχνη δεν είναι εμπόριο· δεν είναι παράσταση ούτε μέσο προσωπικής ανάδειξης, αλλά πράξη ανάγκης. Η καλλιτεχνική δημιουργία, για τον Εγγονόπουλο, αντλεί την αξία της από την αλήθεια της και όχι από την αποδοχή της. Αυτή ακριβώς η στάση υπήρξε το σημείο εκκίνησης για την παρούσα εργασία.

Στο πλαίσιο της προετοιμασίας για συμμετοχή στην ημερίδα του Παντείου Πανεπιστημίου, η ομάδα εργασίας αναζήτησε τρόπους επαφής με το πνεύμα του δημιουργού. Το υλικό που αξιοποιήθηκε ήταν ποικίλο: το βιβλίο «…και σ’ αγαπώ παράφορα» με ερωτικές επιστολές του Εγγονόπουλου προς τη Λένα, συνεντεύξεις και αυθεντικές του φράσεις, βιογραφικά στοιχεία και δημόσιες τοποθετήσεις, όπως έχουν καταγραφεί από μελετητές και εφημερίδες, αλλά και πρωτογενή προσέγγιση του ύφους του μέσα από λογοτεχνικές ασκήσεις. Η ομάδα επέλεξε να μην μείνει μόνο στην ανάλυση, αλλά να προχωρήσει σε μια δημιουργική σύνθεση, η οποία θα ζωντανέψει τον Εγγονόπουλο στο σήμερα, ακολουθώντας όμως το δικό του ιδίωμα – γλωσσικά, συναισθηματικά και ηθικά.

Η εργασία περιλαμβάνει δύο κύρια σκέλη:
(α) τη σύνθεση μιας υποθετικής συνέντευξης του Εγγονόπουλου στο 2025, απαντώντας σε ερωτήματα φοιτητών γύρω από την τέχνη, την προβολή, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τη δημοσιότητα και τη θέση του καλλιτέχνη στο δημόσιο χώρο·
(β) την αναπαράσταση ενός ποιητικού διαλόγου ανάμεσα στον ποιητή και τη Λένα, ως απόδοση του ύφους και του ψυχικού τόνου της μεταξύ τους σχέσης, βασισμένου στο υλικό των επιστολών και στη συναισθηματική ειλικρίνεια του έργου του.

Συνοδευτικά, ενσωματώθηκε ηχητικό απόσπασμα με τη φωνή του συγγραφέα- μεταφραστή Ιρκο Αποστολίδη, ο οποίος διάβασε μέρος της υποθετικής συνέντευξης ως Εγγονόπουλος, προσδίδοντας μια ακόμη πιο ζωντανή διάσταση στην εργασία. Η χρήση του ηχητικού υλικού ενισχύει τη βιωματική πρόσληψη της αφήγησης και δημιουργεί ένα είδος «παρουσίας» του ποιητή μέσα στην εκπαιδευτική συνθήκη.

Συνολικά, η εργασία επιχειρεί να φωτίσει τη στάση του Νίκου Εγγονόπουλου όχι μόνο ως καλλιτέχνη, αλλά και ως στοχαστή για τη σχέση του δημιουργού με την κοινωνία. Η σκόπιμη αποστασιοποίηση από την αυτοπροβολή, η εσωτερικότητα του λόγου του, η σχέση του με τη μνήμη, τον έρωτα και τη σιωπή είναι τα στοιχεία που αναδείχθηκαν ως κεντρικά, επίκαιρα και γόνιμα για συζήτηση και επαναπροσέγγιση σήμερα.

Ενότητα 2: Θεωρητικό και Ιστορικό Πλαίσιο

Η ανάλυση της σχέσης ανάμεσα στην τέχνη, την εικόνα και τη δημόσια προβολή δεν είναι ένα καινούριο ερώτημα· ωστόσο, στις αρχές του 21ου αιώνα αποκτά νέες διαστάσεις λόγω της υπερέκθεσης που επιφέρει η κοινωνία των μέσων. Στο πλαίσιο αυτό, η στάση του Νίκου Εγγονόπουλου, όπως αναδύεται μέσα από το έργο, τις επιστολές και τις δηλώσεις του, προσφέρεται για μια ουσιαστική επαναπροσέγγιση των ορίων της δημιουργίας και της δημόσιας παρουσίας του καλλιτέχνη.

Η θεωρία της καλλιτεχνικής αυτονομίας, όπως έχει διαμορφωθεί στη σύγχρονη αισθητική, υποστηρίζει ότι το έργο τέχνης οφείλει να υφίσταται και να κρίνεται ανεξάρτητα από εξωτερικούς σκοπούς, όπως η πολιτική σκοπιμότητα, η εμπορικότητα ή η προσωπική ματαιοδοξία (Adorno, 1970). Ο Νίκος Εγγονόπουλος φαίνεται να ενσαρκώνει ακριβώς αυτή την αντίληψη. Η επιμονή του στη σιωπή, στην αποχή από δημόσιες εμφανίσεις, και η απροθυμία του να συμμετάσχει στη διαμόρφωση του “προφίλ” του δημιουργού, συνάδουν με τη θέση ότι η τέχνη οφείλει να είναι αυτάρκης, ένα είδος εσωτερικής αντίστασης.

Ταυτόχρονα, στο έργο του Εγγονόπουλου συναντά κανείς μια σταθερή προσήλωση στην ελληνικότητα, όχι ως ιδεολογική σημαία, αλλά ως αισθητική εμπειρία. Οι εικόνες των ποιημάτων του, ο τρόπος με τον οποίο ενσωματώνει πρόσωπα της ιστορίας, σύμβολα του ελληνικού τοπίου και μυθολογικά μοτίβα, δείχνουν μια σύνθεση ανάμεσα στον υπερρεαλισμό της Δύσης και σε μια βαθειά αίσθηση της εγχώριας μνήμης. Η ελληνική παράδοση δεν εμφανίζεται ως «λαϊκή αναφορά» ή ως φολκλόρ, αλλά ως υλικό που μετουσιώνεται σε ποιητική εικόνα – ακόμη και όταν παραμένει υπαινικτικό ή ασύνδετο σε επίπεδο λογικής συνέχειας. Ο ίδιος ο Εγγονόπουλος είχε γράψει: «Η γλώσσα είναι πατρίδα. Η τέχνη της πατρίδας μου, η τέχνη του κόσμου μου».

Σε επίπεδο ιστορικού πλαισίου, ο Εγγονόπουλος ανήκει στη γενιά του ’30, μια γενιά που καθόρισε την ελληνική λογοτεχνική και καλλιτεχνική παραγωγή του 20ού αιώνα. Οι συνομιλίες του με τον Ελύτη, τον Σεφέρη, αλλά και η ιδιοσυγκρασιακή απόστασή του από το κυρίαρχο ποιητικό ύφος της εποχής του, εντάσσουν το έργο του σε έναν διάλογο με το εθνικό και το υπερ-τοπικό ταυτόχρονα. Σημαντικός σταθμός της πορείας του είναι η εισαγωγή του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, την οποία πραγματοποίησε όχι ως μίμηση των γαλλικών προτύπων, αλλά ως επανανοηματοδότηση των ορίων της φαντασίας και της συνείδησης. Τα έργα του, όπως το «Μπολιβάρ», αναδεικνύουν την ποιητική του αυτονομία και την ιδεολογική του ανεξαρτησία.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι η προσωπική του ζωή δεν αποκόπτεται από το έργο του, αλλά, αντίθετα, ενσωματώνεται σ’ αυτό με έναν τρόπο εσωτερικά ποιητικό. Οι επιστολές προς τη Λένα, η γυναίκα με την οποία συνδέθηκε σε ένα βαθύ δεσμό ζωής, δεν είναι απλώς προσωπικά τεκμήρια: συνιστούν ενσάρκωση ενός ιδιότυπου λυρισμού, που υπερβαίνει την ημερολογιακή τους φύση και αποκτά τη δυναμική του έργου τέχνης. Σε μια εποχή όπου η δημόσια έκθεση του έρωτα αποτελεί κοινότοπη πρακτική, η γλώσσα του Εγγονόπουλου λειτουργεί σχεδόν αντίστροφα: ως υπενθύμιση της εντιμότητας του συναισθήματος και της δύναμης της λιτής ειλικρίνειας.

Παράλληλα, η κριτική του στάση απέναντι στα μέσα ενημέρωσης και στη μαζική κουλτούρα τον καθιστά εξαιρετικά επίκαιρο. Η αποστροφή του για κάθε είδους “διαφήμιση” δεν υπήρξε αφελής, αλλά βαθιά συνειδητή: η προβολή του έργου χωρίς την προβολή του δημιουργού ήταν για τον Εγγονόπουλο το ζητούμενο. Μια φράση που ενσωματώθηκε στην εργασία συνοψίζει τη στάση του: «Αν η τέχνη πρέπει να προβάλλεται, αυτό να γίνεται όπως το φως προβάλλεται απ’ τη χαραμάδα: χωρίς κραυγές. Το έργο πρέπει να φαίνεται. Ο δημιουργός — όχι απαραίτητα».

Η ένταξη του προσώπου του Εγγονόπουλου στο πλαίσιο μιας ημερίδας με θεματική τη σχέση τέχνης και δημόσιας εικόνας αποκτά λοιπόν ιδιαίτερη σημασία. Δεν πρόκειται απλώς για αναδρομή σε ένα ποιητικό έργο του παρελθόντος, αλλά για απόπειρα διαλόγου με μια στάση που φαίνεται να αντιστέκεται στο σημερινό τοπίο της υπερέκθεσης, της εμπορευματοποίησης και της απώλειας της σιωπής. Το έργο του προσφέρει μια πρόταση ύπαρξης, όπου η τέχνη δεν είναι εργαλείο, αλλά μαρτυρία.

 

3. Περιγραφή του Δημιουργικού Εγχειρήματος

Η εργασία που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της ημερίδας του Παντείου Πανεπιστημίου συνιστά ένα πολυεπίπεδο δημιουργικό εγχείρημα, το οποίο επιδιώκει να ζωντανέψει, σε ερμηνευτικό και αφηγηματικό επίπεδο, την προσωπικότητα και το έργο του Νίκου Εγγονόπουλου. Κεντρικός μας στόχος δεν ήταν απλώς η βιογραφική καταγραφή ή η φιλολογική προσέγγιση, αλλά η παραγωγή ενός υποθετικού, πλην πειστικού σεναρίου διαλόγου με το παρόν, μέσα από τη γλώσσα, το ύφος και το φρόνημα του ίδιου του δημιουργού. Η εργασία αποτελείται από τρεις βασικούς πυλώνες: μια συνέντευξη που εκτυλίσσεται φαντασιακά το 2025, έναν ποιητικό διάλογο του Εγγονόπουλου με τη Λένα, και ένα ηχητικό τεκμήριο που ενσωματώνεται στην παρουσίαση ως φωνητική αναπαράσταση της συνέντευξης.

 

3.1 Σχεδιασμός και Υλοποίηση της Υποθετικής Συνέντευξης

Η ιδέα της φανταστικής συνέντευξης διαμορφώθηκε μέσα από εκτενή μελέτη του υλικού που διαθέτουμε για τον Νίκο Εγγονόπουλο: των ποιημάτων του, των δηλώσεών του, των επιστολών του, αλλά και των τρόπων με τους οποίους εξέφραζε τις απόψεις του περί τέχνης, δημιουργίας, δημοσιότητας και επικοινωνίας. Στόχος ήταν να παραμείνει το εγχείρημα αυστηρά εντός του υφολογικού και νοηματικού πλαισίου που χαρακτήριζε τον ίδιο τον δημιουργό, χωρίς εξιδανίκευση, αλλά με σεβασμό στην ιδιοσυγκρασία του.

 

Η συνέντευξη διαμορφώθηκε ως μια σειρά ερωτήσεων φοιτητών του Τμήματος Δημόσιων Σχέσεων & Επικοινωνίας, στο έτος 2025, προς τον ίδιο τον ποιητή, όπως αν εκείνος βρισκόταν ακόμη ανάμεσά μας. Για τη σύνθεση των απαντήσεων αξιοποιήθηκαν αυτούσιες φράσεις από συνεντεύξεις, όπως η περίφημη απάντηση:

 

«Γράψε, ζωγράφισε, δημιούργησε – όχι για να σε δουν, αλλά για να σε θυμούνται όταν δεν θα σε βλέπουν.»

 

Άλλες απαντήσεις διαμορφώθηκαν συνθετικά, με ύφος απολύτως συμβατό με εκείνο του Εγγονόπουλου. Παραδείγματα:

 

«Θα ανέβαζα ένα λευκό τετράγωνο στο Instagram. Κενό. Και στη λεζάντα: ‘Ό,τι δεν αντέχεις να μην πεις, ίσως δεν άξιζε να ειπωθεί.’»

 

ή:

 

«Η Τέχνη δεν είναι μέσο. Δεν είναι μήνυμα. Είναι ανάγκη. Είναι η πράξη του να υπάρχεις πιο βαθιά απ’ όσο μπορείς να μιλήσεις.»

 

Η επιλογή των ερωτήσεων δεν ήταν τυχαία· αντανακλά την προσπάθειά μας να διερευνήσουμε τις αντιλήψεις του ποιητή για τη σύγχρονη δημόσια σφαίρα, τα κοινωνικά δίκτυα, την αυτοέκθεση, την αυθεντικότητα και τη θέση του δημιουργού στο κοινωνικό φαντασιακό. Σε όλες τις απαντήσεις του ο φανταστικός Εγγονόπουλος διατηρεί την χαρακτηριστική στοχαστικότητα και τη λιτή γλωσσική του ακρίβεια, αποφεύγοντας περιττές ερμηνείες.

 

Η υποθετική συνέντευξη δεν παρουσιάστηκε ως λογοτεχνική άσκηση ή παιχνίδι, αλλά ως εργαλείο προσέγγισης της διαχρονικότητας του ύφους και της αξίας του έργου του. Οι απαντήσεις δεν αποσκοπούσαν στην απομίμηση· στόχευαν στη μετάδοση ενός τρόπου σκέψης.

 

3.2 Ηχητικό Τεκμήριο – Αποτύπωση μιας Φωνής

Για να ενισχύσουμε τη βιωματικότητα του εγχειρήματος, αποφασίστηκε να συμπεριληφθεί ηχητικό ντοκουμέντο στην παρουσίαση. Ο συγγραφέας και μεταφραστής Ίρκος Αποστολίδης προσφέρθηκε να δανείσει τη φωνή του στον "Εγγονόπουλο", ερμηνεύοντας με απόλυτο σεβασμό τα επιλεγμένα αποσπάσματα από τη συνέντευξη. Η επιλογή του δεν ήταν τυχαία· πρόκειται για άνθρωπο με ευρύ λογοτεχνικό υπόβαθρο, ο οποίος έχει εργαστεί επί δεκαετίες πάνω στη γλώσσα και την ερμηνεία της.

 

Η φωνή που ηχογραφήθηκε δεν είχε στόχο να αναπαραστήσει φωνητικά τον πραγματικό Εγγονόπουλο. Δεν υπήρξε μίμηση ή δραματοποίηση. Αντιθέτως, η επιλογή στυλ ήταν συνειδητά λιτή, στοχαστική, σχεδόν απρόσωπη: να επιτρέψει στις λέξεις να "μιλήσουν" και όχι στη φωνή να εντυπωσιάσει. Η ενότητα αυτή προβλήθηκε στη ροή της παρουσίασης αμέσως πριν από τον ποιητικό διάλογο, λειτουργώντας ως γέφυρα από την ορθολογική "δημόσια" έκφραση προς την εσωτερική και προσωπική.

 

Το ηχητικό ντοκουμέντο έγινε δεκτό με ιδιαίτερη προσοχή από το κοινό· δεν λειτούργησε απλώς ως προσθήκη, αλλά ως εσωτερική "παύση", ως στιγμή πρόσκλησης για στοχασμό. Πιστεύουμε ότι συνέβαλε ουσιαστικά στην ατμόσφαιρα της εργασίας, προσφέροντας την αίσθηση μιας απτής παρουσίας.

 

3.3 Ποιητικός Διάλογος με τη Λένα

Ο τρίτος πυλώνας της παρουσίασης αφορούσε έναν σύντομο διάλογο μεταξύ του Νίκου και της Λένας, της γυναίκας με την οποία ο ποιητής έζησε μια σημαντική προσωπική σχέση. Η απόδοση αυτή βασίστηκε σε αυθεντικές φράσεις, προτάσεις και εκφραστικές τεχνικές που αντλήσαμε από το βιβλίο “…και σ’ αγαπώ παράφορα”, το οποίο περιλαμβάνει επιστολές του Εγγονόπουλου προς τη Λένα.

 

Ο διάλογος δεν παρουσιάστηκε ως ιστορικό τεκμήριο· επρόκειτο για λογοτεχνική απόδοση, ένα δραματοποιημένο αλλά βαθύτατα πιστό κείμενο, το οποίο ανέδειξε την ευγένεια, την αγάπη και την καθημερινή μαγεία που χαρακτήριζε τη μεταξύ τους επικοινωνία. Παραδείγματα αποσπασμάτων:

 

Νίκος: «Εσύ είσαι το χώμα μου, Λένα. Θέλω να σε ποτίζω όπως η βροχή ποτίζει τις ρίζες.»

Λένα: «Δεν νιώθω περήφανη για τον τίτλο σου. Νιώθω τυχερή για τη ματιά σου.»

 

Η Λένα παρουσιάζεται όχι ως "μούσα", αλλά ως συν-κεντρικό πρόσωπο· διατηρεί τη φωνή της, στέκεται ισότιμη, επισημαίνει τις δυσκολίες, την εγγύτητα, την αβεβαιότητα. Στον διάλογο αυτό η τρυφερότητα και η συναισθηματική ειλικρίνεια του Εγγονόπουλου ξεδιπλώνονται χωρίς επιτήδευση – σε μια εποχή που ο λόγος του έρωτα έχει υποχωρήσει μπροστά στην ειρωνεία ή στην υπεραπλούστευση.

 

Ο διάλογος λειτούργησε ως κορύφωση της παρουσίασης· από την έννοια της δημόσιας φωνής (συνέντευξη) περάσαμε στο απόλυτα προσωπικό πεδίο. Και από εκεί, επιστρέψαμε στα συμπεράσματα που αφορούν όλους: ότι η τέχνη δεν έχει ανάγκη την υπερέκθεση, ότι η αγάπη είναι πράξη εσωτερική, και ότι τα σημαντικά λέγονται πάντα χαμηλόφωνα.

 

3.4 Συνεργασία και Σχεδιασμός

Η εργασία πραγματοποιήθηκε μέσα από συνεργατική διαδικασία, όπου η καθεμία και ο καθένας από την ομάδα ανέλαβε διαφορετικά στάδια: από την εύρεση πηγών και την επιλογή αποσπασμάτων, έως τη συγγραφή, την ηχογράφηση, και την τελική ενορχήστρωση της παρουσίασης. Ο συνδυασμός θεωρητικής ανάλυσης και δημιουργικής απόδοσης αποτέλεσε πρόκληση, καθώς έπρεπε να ισορροπήσουμε ανάμεσα στην τεκμηρίωση και στη φαντασία.

 

Το αποτέλεσμα πιστεύουμε ότι όχι μόνο ανέδειξε την πολυπλοκότητα της προσωπικότητας του Εγγονόπουλου, αλλά και απέδειξε ότι η δημιουργική εργασία μπορεί να λειτουργήσει ως μορφή ερευνητικής μεθόδου, όταν εκτελείται με σεβασμό, ακρίβεια και ερμηνευτική συνέπεια.

 

 

 

4. Συμπεράσματα και Προσωπική Αντανάκλαση

 

 

 

Η δημιουργική και ερευνητική μας ενασχόληση με το έργο του Νίκου Εγγονόπουλου αποτέλεσε μια εμπειρία βαθύτερη από μια απλή πανεπιστημιακή παρουσίαση. Δεν αφορούσε μόνο την κατανόηση ενός λογοτεχνικού ρεύματος ή την προσέγγιση μιας βιογραφίας, αλλά κυρίως τη διαδικασία με την οποία ενεργοποιείται ένας δημιουργός στο παρόν — μέσα από εμάς, τους ερμηνευτές και συνομιλητές του.

Η εργασία μας δεν είχε ως στόχο να αναδείξει τον Εγγονόπουλο ως εικαστικό ή ποιητή με την παραδοσιακή έννοια της ανάλυσης· αλλά να προκαλέσει τη φαντασία, την ενσυναίσθηση και τον στοχασμό, θέτοντας ερωτήματα για την ουσία της τέχνης, της επικοινωνίας και της δημόσιας εικόνας σε μια εποχή υπερπληροφορίας. Επιδιώξαμε να αποφύγουμε τη φιλολογική απόσταση και να κινηθούμε με θάρρος μέσα στον δημιουργικό κίνδυνο: να δώσουμε φωνή σε κάποιον που δεν είναι πια εδώ, χωρίς να τον «χρησιμοποιήσουμε» ή να τον απλοποιήσουμε.

Η φανταστική συνέντευξη δεν λειτούργησε ως σενάριο ή επινόηση. Ήταν το αποτέλεσμα προσεκτικής έρευνας, ανάλυσης ύφους, κατανόησης της προσωπικότητας και εμβάθυνσης στη γλώσσα του. Το γεγονός ότι καταφέραμε να διαμορφώσουμε απαντήσεις που έγιναν αποδεκτές από το κοινό της ημερίδας ως «πιθανές» ή και συγκινητικές, συνιστά μια ηθική επιβεβαίωση ότι ο τρόπος μελέτης μας ήταν μεθοδικός και με σεβασμό.

Από την άλλη πλευρά, ο διάλογος με τη Λένα επέτρεψε στην ομάδα μας να ανακαλύψει μια πιο ανθρώπινη, ίσως λιγότερο γνωστή, πλευρά του Εγγονόπουλου. Πίσω από τον στοχαστικό, υπερρεαλιστή καλλιτέχνη υπήρχε ένας άνθρωπος που αγαπούσε βαθιά, με λεκτική τρυφερότητα, με στοχασμό, με μια αίσθηση της καθημερινής ποίησης. Το να φανταστούμε τον τρόπο με τον οποίο θα μιλούσε με τη σύντροφό του μάς ανάγκασε να εστιάσουμε όχι μόνο στις λέξεις αλλά και στις σιωπές: σε όσα υπονοούνται και όχι μόνο σε όσα λέγονται. Με τον διάλογο αυτό νιώσαμε πως ερμηνεύσαμε τον Εγγονόπουλο σε κάτι περισσότερο από αισθητικό επίπεδο· τον πλησιάσαμε ως άνθρωπο.

Η ηχητική αναπαράσταση προσέδωσε μια επιπλέον διάσταση. Όταν ακούσαμε για πρώτη φορά την ηχογράφηση με τη φωνή του Ίρκου Αποστολίδη, νιώσαμε πως το κείμενό μας απέκτησε σώμα. Η φωνή – όχι ως μίμηση, αλλά ως εσωτερικότητα – μας υπενθύμισε ότι η τέχνη δεν είναι μόνο νόημα, αλλά και ρυθμός, τόνος, παύσεις. Στην παρουσίαση, η στιγμή αυτή λειτούργησε ως κορύφωση. Κάποιοι από το κοινό μας το σχολίασαν ως το σημείο όπου ένιωσαν ότι "όντως μίλησε ο ποιητής".

Η εμπειρία αυτή ανέδειξε επίσης τη δύναμη της φωνής στην εκπαιδευτική διαδικασία. Σε μια εποχή όπου το γραπτό κυριαρχεί, η απόφαση να «ακούσουμε» τον Εγγονόπουλο μάς έμαθε ότι η προφορικότητα μπορεί να δημιουργήσει βιωματική μνήμη. Η αφήγηση — όταν είναι ζωντανή, αυθεντική, ενσώματη — γίνεται το ίδιο ισχυρό μέσο όσο και το τεκμηριωμένο επιχείρημα. Η φωνή δεν είναι απλώς εργαλείο αφήγησης· είναι φορέας συγκίνησης και νοήματος.

Η σύγχρονη εποχή μάς βομβαρδίζει με εικόνες, ρητορική, επαναλαμβανόμενα μηνύματα. Σε αυτό το περιβάλλον, ο λόγος του Εγγονόπουλου λειτουργεί σχεδόν προφητικά: η σιωπή του, η απόσυρσή του από το φως της δημοσιότητας, η άρνησή του να εκθέσει το πρόσωπο του καλλιτέχνη, είναι πράξεις που σήμερα αποκτούν μια νέα, σχεδόν επαναστατική, ερμηνεία. Ανακαλύψαμε, λοιπόν, ότι η αντίσταση στην υπερ-προβολή δεν είναι αδυναμία, αλλά στάση· είναι επιλογή μορφής και ουσίας.

Ως φοιτητές Δημοσίων Σχέσεων και Διαφήμισης, βρεθήκαμε σε έναν παραδοξο δρόμο: να τιμήσουμε έναν δημιουργό που θα απέρριπτε πιθανότατα κάθε έννοια «καμπάνιας» ή προσωπικής «προβολής». Και όμως, αυτό ακριβώς ήταν που έκανε την πρόκληση πιο βαθιά. Το να μιλήσουμε για τον Εγγονόπουλο σημαίνει να επανεξετάσουμε πώς μιλάμε γενικότερα για την τέχνη, τους δημιουργούς, την παρουσία στο δημόσιο χώρο. Μας έφερε μπροστά σε ερωτήματα: πώς μπορεί να επικοινωνηθεί η ουσία χωρίς να χαθεί; Ποιο το όριο ανάμεσα στη διάδοση και την παραμόρφωση;

Σε εκπαιδευτικό επίπεδο, μάθαμε να συνδυάζουμε την τεκμηρίωση με τη δημιουργικότητα. Το να δημιουργήσεις ένα έργο φαντασιακό βασισμένο σε πραγματικά στοιχεία απαιτεί ακρίβεια, αισθητική συνείδηση και αίσθηση ευθύνης. Εντάξαμε στο έργο μας βιβλιογραφία, αρχειακό υλικό, θεατρικότητα και τεχνική ηχογράφησης — όλα σε μια προσπάθεια να παραδώσουμε κάτι που δεν ήταν απλώς μια παρουσίαση, αλλά μια προσωπική κατάθεση.

Η εργασία μας, τελικά, δεν υπήρξε ένα «μάθημα για τον Εγγονόπουλο», αλλά ένα μάθημα από τον Εγγονόπουλο. Για το πώς σιωπάς όταν πρέπει. Για το πώς επιμένεις στο δικό σου ύφος. Για το πώς αγαπάς χωρίς στόμφο. Για το πώς αφήνεις πίσω σου λόγια που αξίζει να επιστρέφουν.

Η φράση που επιλέξαμε ως τίτλο – «όχι για να σε δουν, για να σε θυμούνται» – συνοψίζει το βαθύτερο μήνυμα του έργου μας. Είναι υπενθύμιση ότι η τέχνη, όταν είναι αληθινή, δεν χρειάζεται να κραυγάζει. Ότι η δημιουργικότητα μπορεί να είναι και μορφή ακρίβειας, όχι μόνο ελευθερίας. Και ότι, ακόμη και αν δεν συναντήσαμε ποτέ τον Εγγονόπουλο, είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε μαζί του — και αυτή η συνομιλία μάς άλλαξε.

 

 

 

 

 

 

ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ ΜΑΡΙΑ ΑΓΑΘΗ 41210051

ΓΚΟΥΒΑ ΒΑΓΙΑ ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ 41210141

ΦΟΥΡΤΟΥΝΗ ΕΥΦΟΡΣΥΝΗ 41210033

ΧΕΙΜΩΝΑ ΜΑΥΡΟΓΕΝΗ ΕΥΓΕΝΙΑ 41210123

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Εγγονόπουλος, Ν. (2007). ...και σ’ αγαπώ παράφορα. Εκδόσεις Ίκαρος.

Γονατάς, Ε.Χ. (2021). Δύο επιστολές στον Νίκο Εγγονόπουλο. Εκδόσεις ΣΤΙΓΜΗ.

Πολιτιστικό Αρχείο ΕΡΤ. (2022). Αφιέρωμα στον Νίκο Εγγονόπουλο – 115 χρόνια από τη γέννησή του.

 

 

Μοιραστείτε το στο Facebook