«Βγάζοντας τον Εγγονόπουλο από τη σκιά του καλλιτέχνη»
Αβούρη Χρυσούλα
Athens, 2025

Αθήνα, 2025
Εισαγωγή
Ο Νίκος Εγγονόπουλος ήταν ένας ποιητής, ζωγράφος, καθηγητής, σκηνογράφος, πεζογράφος -και η λίστα συνεχίζει∙ ήταν ένας καλλιτέχνης με έντονη παρουσία και διαχρονική επίδραση στην καλλιτεχνική σκηνή. Η έμπνευση που γέννησε και γεννά η ιδεολογία και το έργο του είναι αδιαμφισβήτητη και αφορά σε κάθε πτυχή, της σουρεαλιστικής και μη, καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Στην παρούσα εργασία θα μελετηθεί η διαδικασία καλλιτεχνικής προσέγγισης και αναπαράστασης του ίδιου του Νίκου Εγγονόπουλου. Έμπνευση αποτέλεσε η φράση που συνήθιζε να λέει ο ίδιος, πως «ο καλλιτέχνης πρέπει να μένει στην σκιά», η οποία σχετίζεται με την αποστροφή του για τα κοσμικά και την ένστασή του για την εμπορευματοποίηση της τέχνης (Εγγονόπουλος, 1999: 124, κεφ.32[1]). Δημιουργήθηκε μια ανάγκη λοιπόν, να πέσει «φως» στον Εγγονόπουλο, όχι υπό το πρίσμα της έρευνας -μιας και δε στερείται πλήθους ακαδημαϊκών μελετών που αφορούν τον ίδιο-, αλλά υπό το πρίσμα της τέχνης. Στόχος έτσι, έγινε η μετατροπή του ίδιου του Εγγονόπουλου σε «τέχνη», σε «έκθεμα», αξιοποιώντας και αναδεικνύοντας βασικά χαρακτηριστικά του χαρακτήρα, της ζωής του, αλλά και των έργων του.
Μπορεί να υποστηριχθεί πως μέσα από την τέχνη και τη δημιουργία μπορεί κανείς να αποτυπώσει πιο άμεσα και ωμά όσα θα χάνονταν στην πορεία σε μια στυγνή επιστημονική έρευνα. Σαν μέθοδος επιλέχθηκε το βασισμένο σε έρευνα καλλιτεχνικό έργο (research based art). Ένα κοστούμι σε μανεκέν και ένα ποίημα, ήταν τα μέσα για την επίτευξη αυτής της προσπάθειας, να αποτυπωθεί η ουσία του Εγγονόπουλου -η ψυχή του ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης.
Η βάση της δημιουργίας αυτής ήταν το υλικό από το Αρχείο του Νίκου Εγγονόπουλου το οποίο στεγάζεται στην βιβλιοθήκη της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών∙ πίνακες, ποιήματα, πεζά, συνεντεύξεις, κοστούμια και σκηνικά θεατρικών παραστάσεων, προσωπικές φωτογραφίες, αλλά και κείμενα γραμμένα για εκείνον, ήταν αυτά που συνέθεσαν το παζλ για την καλλιτεχνική του αναπαράσταση.
Φυσικά, θα ήταν στείρο και ανώφελο να επιδιώξει κανείς μια απλή αντιγραφή της εικόνας του ίδιου του καλλιτέχνη -είτε από τις φωτογραφίες, είτε από τις αυτοπροσωπογραφίες του-, καθώς όπως έλεγε και ο ίδιος η τέχνη απαιτεί να αναζητούμε και όχι να επαναλαμβάνουμε (Εγγονόπουλος, 1999: 25). Η δημιουργία λοιπόν, τόσο του κοστουμιού, όσο και του ποιήματος, προέκυψε μετά από μελέτη, αναζήτηση, αλλά πάνω απ' όλα μετά από πρόκληση έμπνευσης. Για την τελική σύνθεση του κοστουμιού χρειάστηκε σχεδιασμός, χρωματική παλέτα και συλλογή αντικειμένων. Για τη συγγραφή του ποιήματος χρειάστηκε επιλογή βασικών εννοιών/ θεματικών και δημιουργική σύνθεσή τους.
Με τον μέγιστο σεβασμό προς τον καλλιτέχνη και την ομάδα του Αρχείου, η εργασία αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί μία μορφή φόρου τιμής ή μια έσχατη προσπάθεια κατανόησης και γνωριμίας.
Θεωρητικό πλαίσιο
Μιας και η προσέγγιση του Εγγονόπουλου στην εν λόγω εργασία είναι κατά κόρον δημιουργική και «πειραματική», δε θα σπαταληθεί πολύς χρόνος στην εκτενή αναφορά θεωρητικών εννοιών και αναλύσεων, παρά μόνο θα αναφερθούν οι βασικοί παράμετροι που επιλέχθηκαν να αξιοποιηθούν στη μετέπειτα σύνθεση.
Η δυνατότητα πρόσβασης στο αρχείο Νίκου Εγγονόπουλου, ήταν μία πολύτιμη ευκαιρία, μιας και πρόκειται για ένα «σχολαστικά οργανωμένο με βάση ένα ιεραρχικό σύστημα κωδικοποίησης, αντικατοπτρίζοντας μια πολύπλοκη δομή αρχειοθέτησης». Ήταν χρήσιμο, αλλά και αναγκαίο να μελετηθούν κάθε μορφής έργα του καλλιτέχνη -ποιήματα, ζωγραφικοί πίνακες, σκηνικά, κοστούμια-, αλλά και κείμενα που έχουν γραφτεί για ή από τον ίδιο, και συνεντεύξεις του. Το σύνολο των τεκμηρίων που αξιοποιήθηκαν ήταν το προσωπικό του φωτογραφικό αρχείο και τα βιβλία: «Εισαγωγή στην ποίηση του Εγγονόπουλου», «Οι άγγελοι στον παράδεισο μιλούν ελληνικά», «Νίκος Εγγονόπουλος: Το σχέδιον ή το χρώμα», «Το Μέτρον ο Άνθρωπος», «Πεζά κείμενα» και «Νίκος Εγγονόπουλος. Ο ζωγραφικός του κόσμος», από τα οποία αντλήθηκαν τόσο πληροφορίες για τη ζωή του και την ιδεολογία του, όσο και δείγματα ποιημάτων και πινάκων του. Φυσικά όλα αυτά συμπληρώθηκαν από προσωπική βιβλιογραφική έρευνα.
Ο Εγγονόπουλος ένιωθε και δήλωνε πρώτα ζωγράφος και μετά ποιητής, και πράγματι όταν δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν», το 1938, είχε ήδη τελειώσει τις Σπουδές του στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και ήταν αναγνωρισμένος στον καλλιτεχνικό κόσμο ως ζωγράφος (Αμπατζοπούλου, 2008: ιδ΄, Εγγονόπουλος: 171). Συγκεκριμένα θεωρούσε τον εαυτό του «χρωματιστή» (“coloriste”), δηλαδή «ζωγράφο που εκφράζεται κυρίως με το χρώμα». Στο δίλημμα «σχέδιο ή χρώμα;», θεωρούσε το χρώμα ανώτερο -μιας και η ιδιότητά του είναι να κοσμεί, να συμπληρώνει και να τονίζει- και ήταν θαυμαστής της χρωματικής έντασης λόγω του φωτός που προσδίδει. Η φορμα/ το σχέδιο από την άλλη, στέκεται αυτόνομα, έχοντας ανάγκη, τρόπον τινά, το χρώμα και ιδιαίτερα τη φαινομενική ασυμφωνία μορφής- χρώματος, ώστε να προκύψει ένα αρμονικό αποτέλεσμα.(Εγγονόπουλος, 2007)
Όσον αφορά την άλλη του ιδιότητα, αυτή του καθηγητή Πανεπιστημίου, ο Εγγονόπουλος δήλωνε απογοητευμένος, και πως παρά τα 35 χρόνια διδασκαλίας στον ΕΜΠ, ένιωθε πως δεν είχε καταφέρει να διδάξει την ουσία, «έχτισαν πολυκατοικίες και σκέπασαν τον Παρθενώνα» έλεγε, δείχνοντας την αντίληψή του για το ωραίο (Εγγονόπουλος, 1999: 104).
Η έννοια του «κλασικού», με το κύρος που αυτή φέρει, δεν πρωταγωνιστούσε μόνο στην αρχιτεκτονική του καριέρα, αλλά και στη ζωγραφική, όπου επιθυμούσε να «ανανεώσει» τον σουρεαλισμό με ελληνικά στοιχεία. Άνηκε στο κίνημα του σουρεαλισμού, όχι γιατί ταυτιζόταν με αυτό, αλλά γιατί θεωρούσε πως κάθε καλλιτέχνης πρέπει να εντάσσεται σε ένα καλλιτεχνικό κίνημα της εποχής του, για να μπορεί να έχει χώρο να εκφραστεί και να μην είναι αναχρονιστικό το έργο του. Ο Εγγονόπουλος είχε «επιλέξει» τον σουρεαλισμό -ή ίσως και να είχε επιλέξει ο σουρεαλισμός τον Εγγονόπουλο-, γιατί του έδινε την ελευθερία να πειραματιστεί -αυτό ήταν για εκείνον η τέχνη∙ «πειραματισμός». (Αμπατζοπούλου, 2008: ιστ΄, ιζ΄, Εγγονόπουλος, 1999:25)
Κρατώντας την ποίηση «για τις πιο δύσκολες ώρες», όπως έλεγε ο ίδιος, θεωρούσε πως είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να χαρίσει την αίσθηση της αθανασίας στον άνθρωπο (Εγγονόπουλος: 171). Και σε αυτή φυσικά ο σουρεαλισμός βρίσκεται στο επίκεντρο, με αντίθετες εικόνες και έννοιες να συγκλίνουν. (Παράρτημα 3)
Περιγραφή και Δημιουργία
Τα δύο επίπεδα της περιγραφής του διμελούς έργου που δημιουργήθηκε και της εξιστόρησης της διαδικασίας δημιουργίας του είναι δύσκολο να διαχωριστούν, μιας και δεν πρόκειται για έρευνα ή ανάλυση θεματικών και τομέων με ξεκάθαρα δεδομένα. Γι’ αυτό θα γίνει μία προσπάθεια σταδιακής και διαχωρισμένης ανάλυσης των επιμέρους στοιχείων της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Μετά, λοιπόν, από εκτενή μελέτη και προβληματισμό, η δημιουργία ενός κοστουμιού και ενός ποιήματος φαντάζει η «κατάλληλη», αλλά ταυτόχρονα πιεστική, αν αναλογιστεί κανείς πως και τα δύο αφορούν σε τομείς που έχει διακριθεί ο ίδιος Εγγονόπουλος.
Ξεκινώντας από το κοστούμι, η ιδέα ήταν να προσομοιάζει σε μορφή που θα απεικονιζόταν σε έναν πίνακα του Εγγονόπουλου, αλλά συγχρόνως να αντικατοπτρίζει τον ίδιο, το πώς εκείνος φαντάζει στα μάτια κάποιου που τον μελετά. Για αυτόν τον σκοπό θα έπρεπε να γίνει επιλογή επιμέρους στοιχείων/ αντικειμένων που θα τοποθετούνταν πάνω στη μανεκέν, αλλά και πτυχών της ιδεολογίας του που θα απορρέουν κατά τη θέαση του έργου.
Αρχικά η βασική επιλογή ήταν το κοστούμι να είναι τοποθετημένο σε μανεκέν και όχι φορεμένο από μοντέλο, λόγω του πρωταγωνιστικού ρόλου της μορφής του ανδρείκελου στα έργα του Εγγονόπουλου.
Η προσπάθεια καλλιτεχνικής δημιουργίας του ίδιου, επιβάλει την τοποθέτηση δαχτυλιδιού στον δείκτη της μανεκέν, στοιχείο που στους πίνακές του μαρτυρούσε την απεικόνιση του εαυτού του ή κάποιου κοντινού του προσώπου που θαύμαζε. Φυσικά η προσθήκη γυαλιών ήταν σημαντική, αφού ο ίδιος ήταν μύωπας και τα θεωρούσε σύμβολο σοφίας -παρόλο που ο πατέρας του του απαγόρευε να τα φοράει, όταν ήταν μικρός, γιατί το θεωρούσε κουσούρι[1] . Το ρολόι, η γραβάτα και το σακάκι ήταν προσωπικά αντικείμενα με τα οποία φαίνεται να είναι στενά συνδεδεμένος, τόσο μέσα από τις φωτογραφίες του, όσο και από τις ζωγραφικές αυτοπροσωπογραφίες (Παράρτημα 1,2). Το τσιγάρο ήταν μία ακόμη λεπτομέρεια που επιλέχθηκε, καθώς υπάρχει η πληροφορία πως κάπνιζε «άφιλτρα τσιγάρα, Άσσο σκέτο» τσιγάρα που πλέον έχουν καταργηθεί (το τσιγάρο στη μανεκέν ήταν πράγματι μάρκας Άσσος) (Εγγονόπουλος, 1999: 173).
Τελευταίο στοιχείο ήταν ένα κίτρινο φουλάρι που κάλυπτε το πρόσωπό του, θυμίζοντας τον πίνακα «Ο ζωγράφος και το μοντέλο του». Οι επιλογές πολύ συγκεκριμένες, η χρήση έντονου, «καθαρού» χρώματος, προέκυψε από την στενή σχέση του έργου του καλλιτέχνη με αυτό, όπως προαναφέρθηκε. Συγκεκριμένα, επιλέχθηκε το κίτρινο χρώμα μιάς και συναντάται σε αρκετούς από τους πίνακες που απεικονίζεται ο ίδιος ή κάποιο κοντινό του πρόσωπο. Η κάλυψη του προσώπου συνδέεται με το στοιχείο του «γυμνού», που επίσης εμφανίζεται στη σύνθεση, υπερασπιζόμενο την πεποίθηση του Εγγονόπουλου πως «το γυμνό σώμα δε λέει ποτέ ψέματα, ενώ το πρόσωπο μπορεί». Ο Εγγονόπουλος επέλεγε να ζωγραφίζει σώματα και δη γυμνά, και όχι πρόσωπα∙ αυτό το δικαιολογούσε με την ελευθερία που χάριζε η απουσία προσώπου στον καθένα, να τοποθετήσει το δικό του και να ταυτιστεί ελεύθερα. (Εγγονόπουλος, 1999:116, 124, 152, 153)
Ο Εγγονόπουλος απεικόνιζε στους περισσότερους πίνακες τον εαυτό του ή τα κοντινά του άτομα και τις προσωπικότητες που θαύμαζε, εντελώς γυμνά ή με εμφανές το στοιχείο του γυμνού. Η πιο αξιοσημείωτη σκέψη, λοιπόν, που γέννησε αυτή η δημιουργία, ήταν η εικασία, πως ο καλλιτέχνης έκανε αυτή την εσκεμμένη ή μη (lapsus) επιλογή εκφράζοντας την πεποίθηση του περί ειλικρίνειας του γυμνού σώματος. Ήταν ίσως μία μορφή διαχωρισμού του ήθους του ίδιου και των κοντινών του, από άλλων προσωπικοτήτων ή καλλιτεχνών. Έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στο ήθος και θεωρούσε πως δεν πρέπει να μιλάμε για καλλιτέχνες, αλλά καλούς δημιουργούς, άρα ανθρώπους. (Εγγονόπουλος, 1999:116)
Η κίνηση, το κοστούμι και η θεατρικότητα είναι αυτά που χαρίζουν στο πρόσωπο την προσωπικότητά του, θεωρούσε ο Εγγονοπουλος (Εγγονόπουλος, 1999: 152,153). Αυτό προσπάθησε να αποτυπωθεί, στο ελάχιστο, στη σύνθεση με την «κίνηση» της γραβάτας. Εδώ χρειάζεται ίσως να σημειωθεί πως χρειάστηκε να δημιουργηθεί ένα προσχέδιο του κοστουμιού σε χαρτί, πριν την τελική του σύνθεση, ώστε να επιλυθούν κάποια τεχνικά ζητήματα, όπως αυτό με την κίνηση. Η γραβάτα στερεώθηκε με μαλακό σύρμα και το σακάκι κρατήθηκε μισάνοιχτο, δίνοντας την αίσθηση του αέρα και της κίνησης.
Σημαντική ήταν στο προκατασκευαστικό στάδιο και η δημιουργία χρωματικής παλέτας, ώστε να δημιουργηθεί ένα αρμονικό αποτέλεσμα. Σημαντική τεχνική δυσκολία, ήταν η σταθεροποίηση των μελών της μανεκέν και των επιμέρους αντικειμένων, η οποία όμως επιλύθηκε με δέσιμο και κόλληση.
Περνώντας στη δημιουργία του ποιήματος, κεντρικός άξονας επιλέχθηκε να είναι -εκτός από τη σουρεαλιστική σύνθεση αντιθετικών εννοιών-, χαρακτηριστικές φράσεις και προβληματισμοί του Εγγονόπουλου, όπως αυτές προέκυψαν από μελέτη κυρίως συνεντεύξεών του. Η βαθιά καλλιτεχνική -και ίσως μοναχική- ψυχή του Εγγονόπουλου, ήταν σημαντική έμπνευση∙ αγαπούσε τη δημιουργική μοναξιά και θεωρούσε πως «το έργο της τέχνης είναι μία σιγοψυθιριστή εξομολόγηση προς ανθρώπους ευγενικούς» (Εγγονόπουλος, 1999: 174- 176). Ακόμη θεωρούσε τον εαυτό του «μαθητή της οδύνης» και θαύμαζε τη «χρωματική μέθη μιας αληθινής, δίχως σύνορα, πρωτοπορίας» (Εγγονόπουλος, 1999: 169, Εγγονόπουλος, 2007) .
Αυτές η έννοιες, αυτό το τόσο γλαφυρό, αλλά και βαρύ στην ουσία του λεξιλόγιο, επαναλαμβανόταν στην σκέψη μου επίμονα και για αυτό επιλέχθηκε να χρησιμοποιηθεί η τεχνική της επανάληψης και στη σύνθεση του ποιήματος. Το έργο αυτό προσδοκεί εξίσου με το κοστούμι να απεικονίσει τον Εγγονόπουλο -όχι να μιμηθεί-, να προσπαθήσει να εκφράσει μέσα από την τέχνη, την αύρα του, να προσπαθήσει να δημιουργήσει τα ίδια συναισθήματα που γέννησαν αυτό το έργο.
Το αποτέλεσμα ήταν αυτό:
Μάλλον εκείνο
Τι μας ορίζει αν όχι
η οδύνη;
η οδύνη της σκιάς της γνώσης
αν όχι
η μοναξιά;
η μοναξιά που γεννά δημιουργούς
αν όχι
η εξομολόγηση;
η εξομολόγηση που σιγοψυθιριστή κραυγάζει
αν όχι
η μέθη;
η μέθη της χρωματικά λαξευμένης απουσίας
αν όχι
η έκρηξη;
η έκρηξη της γυμνής αυτής αθανασίας
Με σκοπό να συνδράμει και αυτό στη θεατρικότα του συνολικού έργου, το ποίημα ήταν γραμμένο σε παλιό χαρτί και τοποθετημένο στην τσέπη του σακακιού της μανεκέν.
Συμπέρασμα
Η διαδικασία μελέτης εις βάθος της ζωής και του έργου του Εγγονόπουλου, αποτέλεσε αφορμή για δημιουργία πέρα από τα όρια της ακαδημαϊκής εργασίας. Έδωσε ζωή στον «πειραματισμό» για τον οποίο μίλαγε ο Εγγονόπουλος, χάρισε αυτή την ελευθερία του άγνωστου. Δεδομένα, υλικά, τεχνικές που δεν είναι οικείες και όμως το αποτέλεσμα όλων αυτό φαντάζει απόλυτο∙ ο Εγγονόπουλος.
Η σύλληψη και των δύο έργων μπορεί να θεωρηθεί ως μια δημιουργία «εκθεμάτων» που θα αξιοποιούνταν σε πιθανή έκθεση για τον Εγγονόπουλο. Σε μία σκέψη για περαιτέρω έρευνα και εξελίσσοντας τη δημιουργία, το πάντρεμα των δύο έργων -θίγοντας και το πάντρεμα ιδιοτήτων του Εγγονόπουλου (ζωγράφος, ποιητής)- θα μπορούσε να τονιστεί με τη χρήση ψηφιακής φωνητικής δημιουργίας (προσομοίωση της φωνής του Εγγονόπουλου), και ενσωμάτωση της ηχογράφησης του ποιήματος στη μανεκέν, ώστε το ποίημα να δίνει την αίσθηση πως απαγγέλεται από τον ίδιο τον καλλιτέχνη.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Αμπατζοπούλου, Φ., (2008) Εισαγωγή στην ποίηση του Εγγονόπουλου. ΙΤΕ-ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ
Εγγονόπουλος, Ν., (1999) Οι άγγελοι στον παράδεισο μιλούν ελληνικά. ΥΨΙΛΟΝ/ ΒΙΒΛΙΑ.
Εγγονόπουλος, Ν., (2005) Το Μέτρον ο Άνθρωπος. ΥΨΙΛΟΝ/ ΒΙΒΛΙΑ.
Εγγονόπουλος, Ν., (2007) Νίκος Εγγονόπουλος: Το σχέδιον ή το χρώμα. ΙΚΑΡΟΣ.
Εγγονόπουλος, Ν., (1987) Πεζά κείμενα. ΥΨΙΛΟΝ/ ΒΙΒΛΙΑ.
Περπινιώτη- Αγκαζίρ, Κ., (2007) Νίκος Εγγονόπουλος. Ο ζωγραφικός του κόσμος. ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ
[1] Επειδή δε φαίνεται ο αριθμός της σελίδας στις φωτογραφίες από το αρχειακό υλικό σημειώνεται το κεφάλαιο που αντιστοιχεί η παραπομπή
[1]παραπομπη