«Η αρχιτεκτονική μέσα από τους πίνακες και τα σκηνικά του Ν. Εγγονόπουλου»

«Η αρχιτεκτονική μέσα από τους πίνακες και τα σκηνικά του Ν. Εγγονόπουλου»

Των: Ράλλη Κυριακή- Δέσποινα, Τσιούνη Χριστίνα

Unable to display PDF file. Download instead.

Εισαγωγή

Η εργασία μας, με τίτλο «Η αρχιτεκτονική μέσα από τους πίνακες και τα σκηνικά του Νίκου Εγγονόπουλου», έχει ως στόχο να αναδείξει τις άρρηκτες σχέσεις μεταξύ διαφορετικών μορφών τέχνης. Ο ίδιος ο Εγγονόπουλος, αποτελεί περίφημο παράδειγμα πως η διαπλοκή των τεχνών υφίσταται, όχι μόνο όταν αποτυπώνεται στο χώρο, αλλά και στους ίδιους τους καλλιτέχνες. Ως πολυπράγμων άνθρωπος, συνδύασε επιτυχώς την ζωγραφική και την αρχιτεκτονική και έδωσε στους πίνακες, αλλά και στα σκηνικά που κλήθηκε να σχεδιάσει, μοναδικό νόημα. Με τις γνώσεις και το ταλέντο του, ο Εγγονόπουλος έφερε στο προσκήνιο τον Υπερρεαλισμό/Σουρεαλισμό, σε όλες τις καλλιτεχνικές πτυχές με τις οποίες ασχολήθηκε. Κατά τις επισκέψεις μας και την επαφή μας με το αρχείο του καλλιτέχνη, αντλήσαμε πληροφορίες και λεπτομέρειες για την ζωή του, που δεν ήταν ευρέως γνωστές, όπως η ενασχόλησή του με την σκηνογραφία και η εργασία του ως καθηγητής στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο.

Η εργασία επικεντρώθηκε γύρω από τον τρόπο που ο Εγγονόπουλος αποτυπώνει το «πάντρεμα» της ζωγραφικής και των αρχιτεκτονικών ρευμάτων, όπως ο Νεοκλασικισμός, η Λαϊκή αρχιτεκτονική και ο Σουρεαλισμός. Με την ενδελεχή ανάλυση των πινάκων αλλά  και των σκηνικών του, θα επιτραπεί στον αναγνώστη να εμβαθύνει στη ζωγραφική τέχνη του Νίκου Εγγονόπουλου, να μάθει για τα ρεύματα που ενσωματώνει στην ζωγραφική του και να ξεχωρίσει τα στοιχεία Σουρεαλισμού που κατακλύζουν τους πίνακές του. Η προσέγγιση της εργασίας βασίζεται καθαρά σε ποιοτικά χαρακτηριστικά. Σημαντικό και πρωταρχικό βήμα, είναι η ιστορική αναδρομή στην ζωή, το καλλιτεχνικό έργο αλλά και το γνωστικό περιεχόμενο με το οποίο ασχολήθηκε ο Νίκος Εγγονόπουλος. Αυτό, περιλαμβάνει τόσο αναφορές σε πτυχές της ζωής του που επηρέασαν την καλλιτεχνική δημιουργία του, όσο και στην εξήγηση των ρευμάτων που θα συντροφεύουν την ανάλυση μας. Με αυτή την προσέγγιση θα επιτρέψουμε την καλύτερη δυνατή κατανόηση του έργου του, αλλά και τη διεύρυνση των γνώσεων που μπορούμε να αποκομίσουμε γύρω από την τέχνη γενικότερα. Οδηγός σε αυτή την προσπάθεια, αποτελεί ο συνδυασμός των πληροφοριών που λάβαμε για την ζωή του, τόσο από το αρχειακό υλικό και τις διαλέξεις του μαθήματος όσο και από άλλες διαδικτυακές πηγές. Τέλος, για την αποτύπωση των θεωρητικών γνώσεων σε πρακτικό επίπεδο, πρόκειται να αναλυθούν ενδεικτικά τέσσερις πίνακες και ένα από τα σκηνικά που δημιούργησε ο Νίκος Εγγονόπουλος.

 Θεωρητικό και ιστορικό πλαίσιο

Ο Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1907 στην Αθήνα. Με καταγωγή τόσο από την πρωτεύουσα (από την μεριά της μαμάς του), όσο και από την Κωνσταντινούπολη (από τον μπαμπά του), στην οποία και έζησε από το 1914. Αποφοίτησε από σχολείο του Παρισιού, όπου ήρθε πρώτη φορά σε επαφή με την Γαλλική ποίηση. Οι πρώτες του επαγγελματικές ενασχολήσεις, από το 1928 έως και το 1933, ποικίλουν. Εργάστηκε ως μεταφραστής σε τράπεζα, γραφέας στο πανεπιστήμιο αλλά και σχεδιαστής στη διεύθυνση σχεδίου πόλεως του Υπ. Δημοσίων έργων. Το 1930 αποφάσισε να φοιτήσει και σε ελληνικό σχολείο, για την απόκτηση ελληνικού απολυτηρίου. Το 1932 αποφασίζει να σπουδάσει στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, «από τις πιο θαυμαστές και πιο σημαντικές σχολές του κόσμου», όπως αναφέρει ο ίδιος. Στη σχολή, είχε την τύχη να συναναστραφεί με άλλους καταξιωμένους καλλιτέχνες, όπως με τον ζωγράφο Γιάννη Μόραλη[1] και τον Κωνσταντίνο Παρθένη[2], που ήταν ένας από τους καθηγητές του. Σύμφωνα με τον Εγγονόπουλο, ο τελευταίος του έμαθε όσα γνωρίζει για τη ζωγραφική, τη σημασία του χρώματος και της γραμμής (Βούρτσης, 2007).

Το 1939, τυπώνεται η πρώτη συλλογή ποιημάτων του «Τα Κλειδωκύμβαλα της σιωπής» και το «Μπόλιβαρ»[3]. Την ίδια χρονιά (1939), τυπώνεται το Λεύκωμα Ελληνικής Μόδας με σχέδια του και ξεκινά να σχεδιάζει σκηνικά και κοστούμια. Επιπλέον, ήταν  ένας από τους αρχιτέκτονες που σχεδίασαν παλιά σπίτια στην Αθήνα για τον σύλλογο «Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης». Το 1941 επιστρατεύεται λόγω πολέμου, ενώ το 1944 σε μια περίοδο μαχών στην Αθήνα, παρά τον κίνδυνο που διατρέχει, μένει στο ατελιέ του και ζωγραφίζει, μη θέλοντας να εγκαταλείψει τα έργα του. Το 1945 διορίστηκε στο Υπουργείο Οικισμού και Ανοικοδομήσεων, για τον σχεδιασμό νέων κτιρίων και έξι χρόνια αργότερα, το 1951 δηλαδή, συμμετείχε στη έκθεση αρχιτεκτόνων. Το 1952, το 1957 και το 1959 συνεχίζει την δημιουργία σκηνικών και κοστουμιών, με μερικές από τις παραστάσεις για τις οποίες σχεδίασε τα σκηνικά να αποτελούν η «Ηλεκτρα του Σοφοκλή», ο «Καλόκαρδος Γκρινιάρης», η «Μήδεια» και η «Κόρη». Ακόμη, το 1966 βραβεύεται για το ζωγραφικό του έργο, και ένα χρόνο μετά (1967) διορίζεται ως έκτακτος καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, για το μάθημα του Ελεύθερου Σχεδίου. Το 1973, όταν πλέον, λόγω ηλικίας, φεύγει από το ΕΜΠ, γίνεται ομότιμος καθηγητής. Η τελευταία του ατομική έκθεση, έλαβε χώρα το 1984. (Βούρτσης, 2007)

Ο Εγγονόπουλος δηλώνει Υπερρεαλιστής και αυτό αποτυπώνεται και στα έργα του. Είναι ένα από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30 και από τους κυριότερους εκφραστές του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Νίκο Κάλας. Στον ελλαδικό χώρο, ο Υπερρεαλισμός έκανε αισθητή την παρουσία του τη δεκαετία του 1930, ενώ από το 1935-1938 έγινε μια πιο συστηματική προσπάθεια διάδοσης και εγκαθίδρυσής του. Ήρθε ως ρεύμα στα χρόνια του μεσοπολέμου, χρόνια που σημειώνονται σημαντικές μεταβολές σε δομικά και οργανωσιακά θέματα του Ελληνικού κράτους. Ο Υπερρεαλισμός ή Σουρεαλισμός γεννήθηκε στην Γαλλία και αποτέλεσε αφορμή άσκησης κριτικής στον γλωσσικό και φιλοσοφικό θετικισμό, αλλά και δημιουργίας ενός νέου λογοτεχνικού είδους και όχι μόνο. (Κατσιγιάννη)

Στον τομέα της ζωγραφικής, ο Σουρεαλισμός αποτελεί μέσο απελευθέρωσης του καταπιεσμένου ασυνείδητου του ατόμου. Αναδεικνύει το φανταστικό, την παραίσθηση και το όνειρο, ενώ ταυτόχρονα καταργεί οποιονδήποτε μορφολογικό κανόνα. Υπερβαίνει τους άξονες της λογικής και της πραγματικότητας και σπάει τους κοινωνικούς φραγμούς. «Παίζει», δηλαδή, με τον χώρο και τον χρόνο, δίνοντας μια ρευστότητα στις δύο έννοιες.

Αξίζει να σημειωθεί πως ο Νίκος Εγγονόπουλος έδινε έμφαση και στην αρχιτεκτονική, τόσο στους πίνακες που ζωγράφιζε, όσο και στα σκηνικά των παραστάσεων που σχεδίαζε. Συγκεκριμένα, επηρεάστηκε κυρίως από την Λαϊκή ή Παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τον Νεοκλασικισμό. Ως «αρχιτεκτονική», ορίζουμε την τέχνη και την επιστήμη του σχεδιασμού και της υλοποίησης των κτιστών δομών στο περιβάλλον. Σύμφωνα με τον Βιτρούβιο, οι βασικές αρχές της αρχιτεκτονικής είναι η Ομορφιά (Venustas), η Σταθερότητα (Firmitas) και η Ευχρηστία (Utilitas). (Πανεπιστήμιο Αιγαίου) «Ενώ ο πρακτικός σκοπός της αρχιτεκτονικής είναι να κτίζει έργα κοινωνικής ανάγκης, παίρνει και το χάρισμα να φανερώνει το πνεύμα της εποχής και μάλιστα απ' όλες τις άλλες τέχνες αυτή κυρίως, διότι είναι η μητέρα - τέχνη, το ανοικτό βιβλίο της αρχαιολογίας για κάθε πολιτισμό...» (Μιχελής, 2002).

Στα έργα του, ο Εγγονόπουλος, όπως άλλωστε αναφέρθηκε παραπάνω, φαίνεται να έχει ενσωματώσει χαρακτηριστικά δύο ρευμάτων αρχιτεκτονικής, της Λαϊκής/ Παραδοσιακής και του Νεοκλασικισμού.  Ως Λαϊκή αρχιτεκτονική, ορίζεται η οικοδομική τέχνη που γεννιέται άμεσα από τις ανάγκες του λαού, εκφράζει τον τρόπο ζωής του και γενικά τον πολιτισμό του, σε μια δεδομένη εποχή. Άκμασε με την ανάπτυξη των Ελληνικών κοινοτήτων και του Ελληνισμού τον 18ο και 19ο αιώνα. Μετά την Επανάσταση στη Ελλάδα, η Λαϊκή αρχιτεκτονική επικράτησε κυρίως στην περιφέρεια. Χαρακτηριστικά της, η απλότητα, η λειτουργικότητα και η προσαρμογή στο εκάστοτε περιβάλλον, με σπίτια τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο κατά μήκος του δρόμου (Λιαμής, 2020).

Στις πόλεις, αντιθέτως, εδραιώθηκε ο Νεοκλασικισμός. Πρόκειται για «Λόγια αρχιτεκτονική» και υιοθετήθηκε από το 1750, ως απόρροια του Διαφωτισμού, που επικράτησε στην Ευρώπη τον 18ο αιώνα. Φυσικά, η Ελλάδα δεν άργησε να «επαναπατρίσει» τον νεοκλασικισμό, τονώνοντας το αρχαίο ελληνικό στοιχείο που ήταν και το επικρατέστερο χαρακτηριστικό του. Απαρχή του νεοκλασικισμού στα ελληνικά εδάφη, ήταν τα ανάκτορα του βασιλέως Όθωνα, τα οποία κτίστηκαν γύρω στο 1840. Εν συνεχεία, το ρεύμα επεκτάθηκε σε πολλές περιοχές της χώρας. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, έψαχνε να βρει τα τα θεμέλιά του και ο νεοκλασικισμός με τις έντονες αναφορές του στην αρχαιότητα, εξυπηρετούσε απόλυτα την ανάγκη για υπενθύμιση της ελληνικής ταυτότητας.

Ο Νεοκλασικισμός αποτελεί επίσημη μορφολογική έκφραση, χαρακτηρίζεται από συμμετρική διάταξη, κανόνες, απλότητα, λιτότητα, αρμονία και μεγαλοπρέπεια. Παρατηρούνται μονόχρωμες καθαρές επιφάνειες, με γραμμικές διακοσμήσεις, ελεύθερες κιονοστοιχίες και άλλες λεπτομέρειες που παραπέμπουν σε κλασικούς ναούς της αρχαιότητας (Internet Archive, 2023).

3. Αναλυτική Περιγραφή του Δημιουργικού Έργου

Στο πέρασμα από το θεωρητικό στάδιο της εργασίας, δηλαδή την απομόνωση του υλικού που σχετίζεται με τη ζωή και το έργο του Εγγονόπουλου, όπως και των ρευμάτων αρχιτεκτονικής που αποτυπώνονται σε αυτό, συνέβη η τελική επιλογή των πιο χαρακτηριστικών συγκερασμών τους. Η εστίαση της ανάλυσης χωρίστηκε σε δύο κατηγορίες-ομπρέλες, τους πίνακες και τα σκηνικά. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν υποσύνολα των παραπάνω κατηγοριών, που οργανώθηκαν με χρονολογική σειρά, ανάλογα με το αρχιτεκτονικό ρεύμα που εκπροσωπούν. Πιο συγκεκριμένα, εξετάστηκαν οι εξής πίνακες: «Τοπίο Πειραιώς με άγαλμα ντυμένο», «Κτήριον Καστοριάς - Οικία Πηχέων», «Ομηρικό με τον Ήρωα», «Το πνεύμα της μοναξιάς» και το σκηνικό με τίτλο: «Ηλέκτρα του Σοφοκλή».

Το υλικό δομήθηκε με αυτό τον τρόπο, με απώτερο σκοπό την ανάδειξη του έργου του Εγγονόπουλου από τις πιό λιτές μορφές ζωγραφικής (νεοκλασικά κτίρια), προς την πολυσύνθετη και ακανόνιστη τοποθέτηση μορφών και αντικειμένων στο χώρο (υπερρεαλισμός). Καθώς τα ρεύματα αρχιτεκτονικής και ο σουρεαλισμός αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των έργων του Εγγονόπουλου, στόχος της ανάλυσης είναι η πρακτική επιβεβαίωση αυτού.

Νεοκλασικισμός:

«Τοπίο Πειραιώς με άγαλμα ντυμένο» (1944)

«Ηλέκτρα του Σοφοκλή» (σκηνικό)

Ο πίνακας ζωγραφικής με τίτλο «Τοπίο Πειραιώς με άγαλμα ντυμένο» (1944), όπως και το σκηνικό με τίτλο «Ηλέκτρα του Σοφοκλή», εμπεριέχουν κτίρια επηρεασμένα από τον νεοκλασικισμό. Παρατηρείται μια ιδιαίτερη σύνθεση απλών και γεωμετρικών γραμμών, με πιό έντονες χρωματικές επιλογές, που θυμίζουν τα υπερρεαλιστικά στοιχεία, όπως εξάλλου και τα σύννεφα και η μη ρεαλιστική τοποθέτηση των αντικειμένων. Τα κτίρια, πιο αναλυτικά, φέρουν γεωμετρικές στέγες καλυμμένες από κεραμίδια, εξώστες υποστηριζόμενους από φουρούσια και πεσσούς με αρχαιοελληνικά στοιχεία (Νεοκλασική́ αρχιτεκτονική́ στην Ελλάδα, 2015). Μάλιστα, στο κεντρικό κτίριο του σκηνικού, έχει αποτυπωθεί από τον Εγγονόπουλο μια αρκετά συχνή επιλογή τεχνικής για την πρόσοψη, εκείνη της λιθοδομής ή της λαξευτής (Νεοκλασική́ αρχιτεκτονική́ στην Ελλάδα, 2015).  Σχετικά με τις αναφορές στην αρχαιότητα, ο καλλιτέχνης δεν έχει παραλείψει σε κανένα από τα έργα του την προσθήκη μορφών που θυμίζουν αγάλματα της αρχαίας Ελλάδας. Στον πίνακα  «Τοπίο Πειραιώς με άγαλμα ντυμένο», βέβαια, το άγαλμα λαμβάνει μια πιό «ελεύθερη», «παιχνιδιάρικη» και πρωτίστως σουρεαλιστική μορφή, εξαιτίας της ένδυσής του. Εν αντιθέσει, στην «Ηλέκτρα του Σοφοκλή»  επικρατεί μια πιο πιστή τοποθέτηση των αρχαιοτήτων, για να εξυπηρετήσει προφανώς τους σκοπούς του σκηνικού της αρχαίας τραγωδίας.   

Λαϊκή Αρχιτεκτονική:

«Κτήριον Καστοριάς - Οικία Πηχέων»

Ο πίνακας με τίτλο «Κτήριον Καστοριάς - Οικία Πηχέων», συνιστά ένα κλασικό παράδειγμα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, στον ελλαδικό χώρο. Η τοποθέτηση του σπιτιού δίπλα στην λίμνη της Καστοριάς, απαιτούσε προσαρμογή στις καιρικές συνθήκες του τόπου. Η αρχιτεκτονική, έχει στον πυρήνα της την πρακτικότητα και τη λειτουργικότητα των κτισμάτων της, όπως αντίστοιχα αντιπροσωπεύει και το προαναφερόμενο ρεύμα. Η απουσία του έντονου διακόσμου, των ασυνήθιστων μορφολογικών επιλογών και των ζωντανών χρωμάτων, δεν καθιστά την λαϊκή αρχιτεκτονική υποδεέστερη των υπολοίπων ρευμάτων. Παρότι αναλύθηκε η απλότητα του νεοκλασικισμού, η ίδια έννοια στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική πηγάζει από την επιθυμία των ανθρώπων για απλή εξυπηρέτση των αναγκών στέγασης και προωθεί την συλλογική συμβολή της κοινωνίας στην οικοδόμησή της. Ο συνδυασμός υλικών με μεγάλο όγκο και βάρος, όπως η πέτρα και το ξύλο, ήταν ο επικρατέστερος σε περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας.(Παραδοσιακοί οικισμοί στην Ελλάδα. Μορφολογία και κατασκευαστικές λογικές σε διάλογο με τον τόπο, 2015)

Ο Εγγονόπουλος, ακολουθεί την πραγματικότητα της Ηπειρωτικής Ελλάδας και έχει αποτυπώσει το συγκεκριμένο κτίριο με τόση λεπτομέρεια, που μοιάζει με φωτογραφία. Η επιλογή της συγκεκριμένης οικείας, ενδεχομένως, να μην ήταν τυχαία, καθώς οι αρχιτεκτονικές του γνώσεις, του επέτρεπαν να γνωρίζει πως αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του ρεύματος. Το συγκεκριμένο έργο, δεν δημιουργήθηκε με στόχο τον εντυπωσιασμό, αλλά περισσότερο την απεικόνιση και την ανάδειξη μιας ζωντανής παρακαταθήκης. (Παραδοσιακοί οικισμοί στην Ελλάδα. Μορφολογία και κατασκευαστικές λογικές σε διάλογο με τον τόπο, 2015)

Υπερρεαλισμός/ Σουρεαλισμός:

"Ομηρικό με τον Ήρωα" (1938)

Ο πίνακας του 1938 με τίτλο "Ομηρικό με τον Ήρωα" αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα Σουρεαλισμού. Αρχικά, παρατηρείται μια αλληλουχία έντονων χρωματικών επιλογών με το κόκκινο, το πορτοκαλί, το μπλε και το πράσινο να πρωταγωνιστούν. Μπροστά και στο κέντρο του πίνακα παρουσιάζονται τρεις χαρακτήρες με κοινό γνώρισμα την έλλειψη κεφαλιού αλλά και την ενδυμασία που δεν αποτελεί ένα συνοχικό σύνολο παρόμοιας αισθητικής. Δίπλα στις φιγούρες, είναι τοποθετημένα διάφορα αντικείμενα, στα δεξιά βρίσκεται ένας κύβος, έχοντας το "ρόλο" του τραπεζιού καθώς πάνω του είναι τοποθετημένες δύο κανάτες και ένα ποτήρι, πιο δίπλα και ανάμεσα στα δύο από τα τρία σώματα υπάρχει μια καρέκλα. Στα αριστερά ένα από τα σώματα που απεικονίζονται πατάει με το πόδι του μια σκακιέρα δίπλα στην οποία βρίσκεται ένα χέρι σε κόκκινο χρώμα που κρατά ένα ρολόι. Στο τοπίο ο καλλιτέχνης έχει δημιουργήσει σύννεφα ενώ εμφανή είναι τα τείχη και ένα πλοίο πίσω από αυτά.

Ο πίνακας ανατρέπει κάθε είδους λογικής και πραγματικότητας. Οι τρεις χαρακτήρες του πίνακα παρουσιάζονται χωρίς κεφάλι ενώ να ρούχα τους παραπέμπουν σε διαφορετικές εποχές άσχετες μεταξύ τους. Τα αντικείμενα που συνυπάρχουν με τα σώματα, σε ένα πραγματικό τοπίο θα έμοιαζαν «αλλόκοτα» και ασύνδετα, στον συγκεκριμένο χώρο, όμως,  αποτελούν έναν «φυσιολογικό» περιβάλλον συμβολισμού με τους κανόνες που προστάζει ο Υπερρεαλισμός. Τέλος, αξίζει να προσθέσουμε την έλλειψη βάθους στο επιμέρους τοπίο καθώς ο  Εγγονόπουλος «παίζει» με τον χώρο και καταργεί την φυσική αναλογία.

"Το πνεύμα της μοναξιάς" (1939)

Στον πίνακα "Το πνεύμα της μοναξιάς" (1939) με μια αρχικά επιδερμική ματιά παρατηρούμε τα έντονα χρώματα που επιλέγει ο ζωγράφος (μπλε, αποχρώσεις του κόκκινου και πράσινο). Το έργο αποτελείται από ένα ντυμένο με μπλε φόρεμα σώμα, μια προτομή ενός αρχαίου αγάλματος, μια πιατέλα με φρούτα αλλά και ένα πράσινο τραπέζι που πάνω του έχει τοποθετηθεί ένα φωτιστικό το οποίο και βρίσκεται περίπου στο κέντρο του πίνακα. Πιο πίσω διαφαινεται πάνω στον βράχο η Ακρόπολη (συχνή προσθήκη στους πίνακες του Εγγονόπουλου) και ένα σπίτι επηρεασμένο από το ρεύμα του Νεοκλασικισμού. Ανάμεσα στην ακρόπολη και το νεοκλασικό σπίτι διακρίνονται δύο κίονες, αλλά και ένα σώμα καθήμενο σε μια καρέκλα με τα χέρια του ακουμπισμένα σε ένα τραπέζι. Στο βάθος διακρίνεται ο ουρανός και η θάλασσα σε αποχρώσεις του μπλε.

Το τοπίο μοιάζει αλλόκοτο και δεν ανταποκρίνεται σε πραγματικά δεδομένα. Για ακόμη μια φορά ο Νίκος Εγγονόπουλος συνδυάζει φιγούρες στις οποίες δεν διαφαίνονται τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους, με διασκορπισμένα αντικείμενα διαφορετικών εποχών. Η προτομή και η Ακρόπολη προσδίδουν το στοιχείο της αρχαιότητας, ευδιάκριτο στα έργα του καλλιτέχνη. Ολα τα στοιχεία μαζί, συνδέονται και συνδράμουν στην δημιουργία ενός συμβολικού και ουτοπικού σκηνικού, ενώ το νεοκλασικό σπίτι μέσα σε ένα σουρεαλιστικο πίνακα δείχνει την τάση του Νίκου Εγγονόπουλου να συνδέει την τέχνη και την αρχιτεκτονική. Τέλος, η ασυνήθιστη χρήση του χώρου δεν περνά απαρατήρητη, η Ακρόπολη είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με τα αντικείμενα που βρίσκονται πιο μπροστά από αυτή ενώ το νεοκλασικό κτήριο ασυνήθιστα πιο μικρό. Ο χώρος δεν έχει την κλασική φυσική αναλογία που παρατηρείται σε άλλα πιο “παραδοσιακά” ρεύματα και η έννοια του βάθους στους πίνακες του ζωγράφου ξεφεύγει του “κανονικού”.

4. Περιγραφή Δημιουργικής Διαδικασίας

Το πιο συναρπαστικό κομμάτι της παρούσας εργασίας, ήταν η δημιουργικότητα και η ελευθερία που προσέφερε. Ο ίδιος ο Εγγονόπουλος, αποτελούσε ζωντανό παράδειγμα πως η τέχνη διαπλέκεται μεταξύ της αρμονικά, στοιχείο του που και εμείς με την σειρά μας επιθυμούμε να αναδείξουμε. Με την πάροδο του χρόνου, τα διαφορετικά ρεύματα της αρχιτεκτονικής, σε παραλληλία με τα διαφορετικά ρεύματα της ζωγραφικής, συνομιλούν και δεν παύουν ποτέ να δημιουργούν μια μοναδική εμπειρία τόσο για τον ίδιο τον καλλιτέχνη, όσο και για τον θεατή του εκάστοτε έργου.

Γνωρίζοντας, λοιπόν, την άρρηκτη σχέση μεταξύ των δύο μορφών τέχνης στο έργο του Εγγονόπουλου, όταν ήρθαμε σε επαφή με έργα του δια ζώσης, γεννήθηκε η ιδέα της εργασίας μας. Η αρχή της ανακάλυψης πληροφοριών, ξεκίνησε από το αρχείο του Εγγονόπουλου στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, εφόσον η έμπνευση μας πήγαζε από τα ίδια τα έργα. Αξιοποιήσαμε το αρχείο που μας προσφερόταν, για να επιλέξουμε σε ποιά ρεύματα αρχιτεκτονικής που απεικονίζονται θέλουμε να εμβαθύνουμε, με κεντρικό άξονα πάντα την ανάδειξη του καλλιτέχνη. Καταλήξαμε στους προαναφερόμενους πίνακες, στους οποίους κρίθηκε πιστότερη η αντιστοιχία μεταξύ αρχειακού υλικού και αρχιτεκτονικών γνώσεων, όπως και στα σκηνικά. Η απόφαση να προστεθούν τα σκηνικά, αποσκοπούσε στην ανάδυση του σκηνογράφου Νίκου Εγγονόπουλου, που χάριν της πολυπραγμοσύνης του, δεν έχει λάβει την αναγνωρισιμότητα που του αρμόζει. Εν συνεχεία, συμπληρωματικά με το απτό υλικό, προστέθηκαν οι πληροφορίες που αντλήθηκαν από τον διαδικτυακό ιστό, για μια σφαιρικότερη άποψη για την πορεία της εργασίας.

Όπως φαντάζει λογικό, ένας τόσο καταξιωμένος καλλιτέχνης είχε πλήθος έργων, όγκο τον οποίο εμείς έπρεπε να διαχωρίσουμε και να ταξινομήσουμε, σύμφωνα με τα κριτήρια της εργασίας μας. Η αντίστοιχη διαδικασία, ακολούθησε και για την συλλογή πληροφοριών σχετικά με τα διαφορετικά ρεύματα της αρχιτεκτονικής, καθώς κάθε ένα από τα τρία, είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά από το άλλο. Η ταξινόμηση του υλικού προς χρήση, ήταν το βήμα κατά το οποίο ο στόχος μας, ξεκίνησε να λαμβάνει μορφή.

Κατόπιν, ο στοιχειώδης διαχωρισμός δεν ήταν αρκετός, διότι ο όγκος του υλικού παρέμενε μεγάλος. Μετά από προσεκτική παρατήρηση του συνόλου πληροφοριών και έργων που είχαμε στη διάθεσή μας, αποφασίσαμε πως η εστίασή μας θα είναι στα τρία ρεύματα: Νεοκλασσικισμός, Λαϊκή/ Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική και Υπερρεαλισμό. Η ήδη υπάρχουσα, έστω και περιορισμένη, γνώση μας για τα ρεύματα, μας ώθησε στην σκέψη πως όταν πραγματοποιηθεί η παρουσίαση της εργασίας προς το κοινό, η πορεία σκέψης θα προσεγγίζεται από το γνωστό προς το άγνωστο. Σε αυτή την πορεία, το ακροατήριο θα οδηγούνταν ομαλά από στοιχεία που ήδη γνωρίζει για τον Εγγονόπουλο, προς μια πιο «απόκρυφη», μάλλον, πτυχή του καλλιτέχνη. Η ανάλυση της αρχιτεκτονικής που αποτυπώνεται σε έργα ζωγραφικής, ενδέχεται να μην είναι η πιο προφανής προσέγγιση της τέχνης του καλλιτέχνη. Για τον λόγο αυτό, λοιπόν, επιλέξαμε να αγγίξουμε την συγκεκριμένη θεματική επιδερμικά και να αποφύγουμε την περαιτέρω εμβάθυνση.

Σειρά, πλέον, είχε ο σχεδιασμός και η ψηφιοποίηση της εργασίας. Κατά το στάδιο του σχεδιασμού, αποφασίσαμε για την σειρά που θα τοποθετηθούν οι θεματικές μας, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο θα εμπλακεί πιο άμεσα το ακροατήριο. Με γνώμονα αυτό, επιλέξαμε να τονίσουμε περισσότερο το ρεύμα του Υπερρεαλισμού, με την προσθήκη ενός διαδραστικού Ερωτήματος-Quiz. Αφού το κοινό, θα έχει λάβει την γνώση για τα βασικά χαρακτηριστικά του ρεύματος εν γένει και δη στην αρχιτεκτονική, στη συνέχεια θα ήταν ικανό να εφαρμόσει τις γνώσεις του και με την σειρά του, να ανακαλύψει και εκείνο τον πολυδιάστατο συγκερασμό τέχνης στα έργα του Εγγονόπουλου.

Τελευταίο στάδιο, ήταν η παραγωγή του έργου και η τελική αξιολόγηση για την πορεία της εργασίας. Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της παρουσίασης, δηλαδή, η γραμματοσειρά και τα γραφικά, επιλέχθηκαν με προσοχή, ώστε να είναι χαρακτηριστικά των προς ανάλυση ρευμάτων.  

Η όλη διαδικασία ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη, καθώς την αντιμετωπίσαμε ως λευκό καμβά, στον οποίο θα ήμασταν εμείς τα άτομα που θα χρωματίζαμε την πλευρά του καλλιτέχνη που μας κινούσε το ενδιαφέρον. Η μεγαλύτερη επιβεβαίωση της επιλογής μας και της δουλειάς μας, ήταν η επιθυμία του ακροατηρίου να συνεισφέρει στο έργο μας. Το ερώτημα που θέσαμε στο τέλος, όχι μόνο έδωσε διαδραστικό χαρακτήρα στην εργασία, αλλά κατόρθωσε να αποτελέσει ανοιχτό διάλογο σκέψεων και συναισθημάτων για τον Εγγονόπουλο. Αντιθέτως, οι προκλήσεις που αντιμετωπίσαμε ήταν ελάχιστες και αφορούσαν κυρίως την αμφιβολία για την ορθότητα των επιλογών μας στα αρχικά στάδια.

5. Επίλογος

Συμπερασματικά, ο Εγγονόπουλος αποδεικνύει έμπρακτα τον «εγκιβωτισμό» μιας μορφής τέχνης, μέσα σε μια άλλη. Η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική και η σκηνογραφία, αν και έχουν ξεχωριστά «προφίλ» στον καλλιτεχνικό κόσμο, δένονται μεταξύ τους χάριν της ρευστότητας που παρουσιάζουν. Έτσι, επιβεβαιώνουν την σημασία της προσφυγής του ατόμου στις διάφορες μορφές τέχνη, ως μέσο έκφρασης του πραγματικού αλλά και του φαντασιακού κόσμου. Αν και θεωρείται από τους κυριότερους εκφραστές του Υπερρεαλισμού, δεν απέρριπτε επιρροές από άλλα αρχιτεκτονικά ρεύματα, γεγονός που βοηθά και τους θαυμαστές του, να σχηματίσουν μια σφαιρικότερη άποψη για την τέχνη.

Η πρόσβαση σε ένα μη ανοιχτό προς το ευρύ κοινό, αρχειακό υλικό που αφορά έναν καλλιτέχνη τόσο επιδραστικό, καθιστά μια μοναδική εμπειρία. Ωστόσο, όσο ευχάριστη και αν ήταν η όλη διαδικασία, έφερε και μεγάλο βάρος ευθύνης, για την ορθή διαχείριση των πληροφοριών, ώστε το αποτέλεσμα της ενασχόλησής μας να είναι αντάξιο του καλλιτέχνη. Η επιλογή ενός πιο ελεύθερου και δημιουργικού θέματος για την εργασία, απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή σε κάθε βήμα ξεχωριστά, καθώς προέκυπτε από την επιθυμία μας να εντάξουμε λιγότερο φωτισμένες πλευρές του Εγγονόπουλου και συγκρουόταν με την περιορισμένη βιβλιογραφία. Η δημιουργική προσέγγιση και κατανόηση του αρχείου, αποκάλυψε και προσωπικές απόκρυφες πτυχές και ενδιαφέροντα που δεν γνωρίζαμε πως μοιραζόμαστε.

Ως φοιτήτριες του συγκεκριμένου τμήματος, που συνδυάζει πιο παραδοσιακές μορφές αποτύπωσης και ένταξης της τέχνης, όπως οι μουσειακοί χώροι, με νέες μορφές, όπως η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, θα προτείναμε μια πιο καθολική προσέγγιση του αρχείου. Η εύρεση της «χρυσής τομής» μεταξύ πραγματικού και διαδικτυακού χώρου, θα δώσει την δυνατότητα για πολλαπλές χρήσεις της πληθώρας πληροφοριών, με ευφάνταστους τρόπους. Θα είχε ενδιαφέρον, επίσης, πέρα από τα διαφορετικά μέσα-κανάλια επικοινωνίας του έργου, να οργανωθεί το υλικό με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι προσβάσιμο από όλες τις κοινωνικές ομάδες πχ. παιδιά, ηλικιωμένοι, ΑμεΑ κλπ., ώστε να μην στερείται κανένα άτομο την σύνδεσή του με την τέχνη και πρωτίστως, με την τέχνη του Εγγονόπουλου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Gmanolis. (2020, July 21). Λαϊκή αρχιτεκτονική. Η λαϊκή σοφία στη διαμόρφωση του χώρου - Pemptousia. Πεμπτουσία. https://www.pemptousia.gr/2020/07/laiki-architektoniki-i-laiki-sofia-sti-diamorfosi-tou-chorou/

Waybackν machine. (χ.ημ.). https://web.archive.org/web/20210421110625/https://repository.kallipos.gr/bitstream/11419/3544/1/02_chapter_03.pdf

 Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα ΤΕΙ Αθήνας, (2015), «Νεοκλασική́ αρχιτεκτονική́ στην Ελλάδα»  - Power Point (Ανακτήθηκε από: https://ocp.teiath.gr/modules/document/index.php?course=DIAK_UNDER100&openDir=/567817ceQNy7/567817d5RRyV  στις 16/06/2025)

Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα ΤΕΙ Αθήνας, (2015), «Παραδοσιακοί οικισμοί στην Ελλάδα. Μορφολογία και κατασκευαστικές λογικές σε διάλογο με τον τόπο»  - Power Point (Ανακτήθηκε από: https://ocp.teiath.gr/modules/document/index.php?course=DIAK_UNDER100&openDir=/567817ceQNy7/567817d5RRyV  στις 16/06/2025)

Βούρτσης, I. (2007) “Σύντομος βιογραφία του ζωγράφου και ποιητή Νίκου Εγγονόπουλου”. (Ανακτήθηκε από: https://openeclass.panteion.gr/modules/document/?course=TMF291 στις 15/06/2025).

Κατσιγιάννη, Α.Μ. (χ.ημ.), “Ελληνικός Υπερρεαλισμός” - Power Point. (Ανακτήθηκε απο: https://openeclass.panteion.gr/modules/document/?course=TMF291 στις 18/06/2025)

Κατσιγιάννη, Α.Μ. (χ.ημ.), “Ο Υπερεαλισμός στις τεχνες” - Power Point. (Ανακτήθηκε απο:https://h1.nu/10-ie  στις 18/06/2025)

Κομνηνός, Β. (2022, July 19). Κωνσταντίνος Παρθένης – 25 Ιουλίου 1967. www.ert.gr. https://www.ert.gr/ert-arxeio/konstantinos-parthenis-25-ioylioy-1967/

Μόραλης Γιάννης - Εθνική Πινακοθήκη. (2022, January 31). Εθνική Πινακοθήκη. https://www.nationalgallery.gr/artist/moralis-giannis/

Πανεπιστήμιο Αιγαίου, (χ.ημ.), “Αρχιτεκτονική γενικά και υλικα δομης” - Power Point . (Ανακτήθηκε από: https://h1.nu/10-ik  στις 18/06/2025)



[1] “Ο Γιάννης Μόραλης διαμορφώνεται και ωριμάζει μέσα στη δεκαετία του ’30. Μαθητής στη Σχολή Καλών Τεχνών από δεκαπέντε ετών (1931), κατακτά μια

στέρεη καλλιτεχνική παιδεία. ∆ύο από τους δασκάλους του, οι πιο μοντέρνοι, ο Παρθένης και ο Κεφαλληνός, καλλιεργούν, ο καθένας με τον τρόπο του, ένα

κλασικό ιδανικό. ∆εσπόζουσες φυσιογνωμίες της εποχής είναι ο Κόντογλου, ο

Πικιώνης, ο Παπαλουκάς, ο Γκίκας και οι νεαροί ανατέλλοντες αστέρες, μαθητές και ακόλουθοι: ο Τσαρούχης, ο ∆ιαμαντόπουλος, ο Εγγονόπουλος, ο Βασιλείου κ.ά. Το Τρίτο Μάτι, όργανο της πρωτοπορίας, διαβάζεται άπληστα. Γηγενή και ξένα θεωρητικά κείμενα συγκλίνουν προς την «ουτοπία» ενός ελληνικού ιδεώδους, που αναζητά αισθητικά και μορφικά ερείσματα τόσο στην παράδοση όσο και στην πρωτοπορία” (Εθνική Πινακοθήκη, 20011).

 

[2] “Ο Κωνσταντίνος Παρθένης, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους του 20ου αιώνα, καθιέρωσε με το έργο του και τη διδασκαλία του στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ) μια νέα σχολή για τη ζωγραφική τέχνη στη σύγχρονη Ελλάδα. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1878, σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης, επηρεάστηκε από το γερμανικό συμβολισμό και τον πρώιμο  γερμανικό εξπρεσιονισμό, ενώ αργότερα ήρθε σε επαφή και με τον γαλλικό μετα-ιμπρεσιονισμό. Το έργο του νεωτεριστικό, χαρακτηρίζεται από μία ελληνικότητα μέσω της χρήσης στοιχείων της βυζαντινής αγιογραφίας, από μία έντονη αίσθηση ρυθμού, αλλά και από μία πνευματικότητα που εκφράζεται μέσα από την ξεχωριστή φωτεινότητα και λάμψη των χρωμάτων του” (Κομνιμός, 2022).

 

[3] Στην παρούσα εργασία δεν θα αναφερθούν αναλυτικά πληροφορίες για τα ποιήματα του, καθώς επικεντρωνόμαστε στο ζωγραφικό και σκηνογραφικό του έργο.

Μοιραστείτε το στο Facebook