ΜΙΑ ΥΠΟΘΕΤΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟ

Unable to display PDF file. Download instead.

Η εργασία αυτή επικεντρώνεται στη δημιουργία μιας υποθετικής εικαστικής έκθεσης εμπνευσμένης από το ζωγραφικό έργο του Νίκου Εγγονόπουλου, ενός από τους κορυφαίους εκπροσώπους του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Σκοπός της είναι να διερευνήσει τόσο τη μορφή και το ύφος της καλλιτεχνικής του έκφρασης όσο και τη διαρκή επιρροή του έργου του στη σύγχρονη εποχή, μέσα από έναν μοντέρνο σχεδιασμό έκθεσης. Η έκθεση επιχειρεί να λειτουργήσει ως ένας δημιουργικός διάλογος ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, προσκαλώντας τον θεατή να κινηθεί ανάμεσα στη φαντασία, την ιστορία και την προσωπική ταυτότητα.

 Η ιδέα για την δημιουργία αυτής της υποθετικής έκθεσης προέκυψε εφόσον, είμαστε φοιτήτριες από τους κλάδους της διαφήμισης και δημοσίων σχέσεων και του πολιτισμού και της πολιτιστικής διαχείρισης. Θέλαμε, επομένως, να κάνουμε μια ολιστική προσέγγιση, συνδυάζοντας τις δύο αυτές οπτικές σε μια πρόταση για το πως θα μπορούσε να διαρθρωθεί, ρεαλιστικά, μια πιθανή έκθεση τέχνης αλλά και τον τρόπο προώθησης και διαφήμισής της. Οι πηγές αντλήθηκαν από το αρχείο του Εγγονόπουλου, όπου επιλέχθηκαν οι εικαστικοί πίνακες που θα επιθυμούσαμε να εκτεθούν.

Η κεντρική ιδέα της έκθεσης βασίζεται στην περιήγηση σε έναν μουσειακό χώρο, όπου τα έργα, θα κατηγοριοποιούνται σε τρεις θεματικούς άξονες (φορεσιές, αρχιτεκτονική, βυζαντινά), καθένας από τους οποίους φωτίζει μια διαφορετική πτυχή της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας. Το βασικό εκθεσιακό υλικό εμπλουτίζεται με ποιήματα του καλλιτέχνη, ενώ, παράλληλα, διοργανώνονται επιπρόσθετες δραστηριότητες με σκοπό την ενεργό συμμετοχή των επισκεπτών και την έμπρακτη αφομοίωση των νεοαποκτηθέντων γνώσεων τους.

Κύριος στόχος της έκθεσης είναι να αναδειχθεί το έργο του Εγγονόπουλου ως προς τη σύνδεσή του με την ελληνική μυθολογία και την ιστορική μνήμη, καθώς και τη σχέση του με την αστική κουλτούρα και την ανατολική ορθόδοξη τέχνη. Ξεχωριστή βαρύτητα δίνεται στην έντονη σωματικότητα στις μορφές του και στον τρόπο με τον οποίο τις ενσωματώνει και τις επαναπροσδιορίζει στο σήμερα, μέσα από το πλούσιο, συμβολικό πλαίσιο στο οποίο τις τοποθετεί.

Η μεθοδολογική προσέγγιση του έργου βασίστηκε σε αρχές εικαστικής σύνθεσης, δημιουργικής γραφής και αξιοποίησης αρχειακού υλικού. Η εκθεσιακή αφήγηση σχεδιάστηκε ως μια μορφή «εικαστικής σκηνογραφίας», όπου κάθε θεματική ενότητα λειτουργεί σαν σκηνικό, μετατρέποντας τον θεατή από παθητικό παρατηρητή σε ενεργό συμμέτοχο στην ερμηνεία του έργου. Παράλληλα, ενσωματώθηκαν συνοδευτικά κείμενα από την ποιητική του συλλογή τα οποία λειτουργούν ως φωνές του ίδιου του καλλιτέχνη ή των εικονιζόμενων μορφών του, ενισχύοντας την υπερρεαλιστική διάσταση της συνολικής εμπειρίας.

Η χρήση αρχειακού υλικού (φωτογραφίες και ποιήματα) συνέβαλε στη δημιουργία μιας ιστορικής βάσης πάνω στην οποία στηρίχθηκε η σκηνοθεσία της φανταστικής αυτής έκθεσης. Η παρούσα έκθεση, αν και υποθετική, φιλοδοξεί να δώσει τροφή για σκέψη γύρω από το πώς μπορούμε να επαναπροσεγγίσουμε και να ενεργοποιήσουμε καλλιτεχνικά το έργο ενός δημιουργού με τόσο ιδιάζουσα εικαστική φωνή.

 

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Ο Νίκος Εγγονόπουλος υπήρξε ένας από τους πλέον σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30 και θεμελιωτής μιας ιδιότυπης, προσαρμοσμένης στα ελληνικά δεδομένα, εκδοχής του υπερρεαλισμού. Γεννήθηκε στην Αθήνα, πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και στη Γαλλία, ενώ σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών (1932–1938) Καθοριστικές για το έργο του υπήρξαν οι επιρροές από τους καθηγητές του, Φώτη Κόντογλου και Αλέξανδρο Ξυγγόπουλο, μέσα από τις οποίες ανέπτυξε τον προσωπικό του, ευρέως αναγνωρίσιμο, καλλιτεχνικό χαρακτήρα. Η τέχνη του αποτελεί ένα μοναδικό συνοθήλευμα βυζαντινής εικονογραφίας, νεοελληνικής ιστορικής παράδοσης και μυθολογίας μέσα από τον καθρέφτη του υπερρεαλισμού.

Το έργο του Εγγονόπουλου εντάσσεται οργανικά στο υπερρεαλιστικό κίνημα, ωστόσο παρουσιάζει ιδιαιτερότητες που σχετίζονται με το ελληνικό πολιτισμικό πλαίσιο. Ο υπερρεαλισμός, όπως αναφέρεται από τον André Breton στο Manifeste du Surréalisme (1924), στόχευε στην απελευθέρωση του νου από τη λογική και τοποθέτησή του σε μια συνθήκη ονείρου και κυριαρχίας του ασυνειδήτου. Ο Εγγονόπουλος υιοθετεί τα βασικά αυτά γνωρίσματα, αλλά τα επανερμηνεύει. Όπως σημειώνει ο Νάσος Βαγενάς (1995), ο ελληνικός υπερρεαλισμός αναπτύσσεται όχι σε αντιπαράθεση με την παράδοση, αλλά ως επαναδιεκδίκηση αυτής σε ένα υπερ-χρονικό επίπεδο. Ο ίδιος ο Εγγονόπουλος γράφει: «Δεν υπάρχει πιο ποιητικό πρόσωπο από τον Ανδρούτσο· ούτε πιο σουρεαλιστικό» (Ελεύθερος Σκοπευτής, 1985, σ. 64).

Η σύνδεση του έργου του με το αρχείο, τη μνήμη και την αφήγηση είναι κομβική. Οι πίνακες του λειτουργούν ως "οπτικά αρχεία", δηλαδή ως συλλογές συμβολισμών και αναφορών που δεν παραπέμπουν σε ένα ενιαίο παρελθόν, αλλά σε ένα σύνολο από διαχρονικά νοήματα, ανοιχτά προς ερμήνευση. Ο θεωρητικός της τέχνης Hal Foster, στο άρθρο του An Archival Impulse (2004), αναφέρεται σε μια νέα μορφή καλλιτεχνικής πρακτικής όπου το αρχείο δεν αναπαρίσταται, αλλά ανακατασκευάζεται. Ο Εγγονόπουλος φαίνεται να ενσωματώνει ακριβώς αυτήν την λογική στο έργο του, μέσω της παρουσίας μορφών συμβολικών και τελετουργικών όπως ο Όμηρος, ο Κολοκοτρώνης, ο Ερμής ή οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες, τοποθετώντας τους όχι σε αφηγηματικό πλαίσιο, αλλά σε μετα-ιστορικούς «τόπους χωρίς χρόνο» (Βασιλείου, 2011).

Η εικόνα, στον Εγγονόπουλο, δεν είναι αντιπροσωπευτική· είναι ένα κατασκεύασμα. Σύμφωνα με τον Roland Barthes (Image, Music, Text, 1977), η εικόνα λειτουργεί ως εργαλείο σχολιασμού, όχι αναπαράστασης του πραγματικού. Η ασάφεια των αιθέριων, ονειρικών, μορφών στους πίνακές του προάγουν την ιδέα ότι η αφήγηση δεν είναι συγκεκριμένη· πρέπει να την κατασκευάσει ο θεατής ως άμεσος συμμετέχων στην αφηγηματική διαδικασία. Η απουσία εκφράσεων από τα πρόσωπα, η στυλιζαρισμένη γλώσσα του σώματος και η επίπεδη προοπτική εντείνουν αυτήν την αφηγηματική αμφισημία.

Σε επίπεδο πηγών και τεκμηρίωσης, η παρούσα υποθετική έκθεση στηρίχθηκε κυρίως σε έργα που στεγάζονται στο αρχείο του Νίκου Εγγονόπουλου, στη βιβλιοθήκη της ανώτατης σχολής καλών τεχνών

Η ενσωμάτωση αυτών των θεωρητικών και τεκμηριωμένων αναγνώσεων συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας έκθεσης που δεν αναπαράγει τη βιογραφία του καλλιτέχνη, αλλά αναστοχάζεται τη σημασία του έργου του στον σημερινό εικαστικό και πολιτισμικό λόγο.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΙΝΑΚΩΝ

Ο πίνακας "Παναγία Βρεφοκρατούσα" (1949) του Νίκου Εγγονόπουλου είναι ένα χαρακτηριστικό έργο του ελληνικού υπερρεαλισμού και ενσωματώνει έντονα στοιχεία τόσο της βυζαντινής εικονογραφίας όσο και του μοντερνισμού.

Ο πίνακας παρουσιάζει την Παναγία που κρατά τον Χριστό βρέφος, σε στάση που παραπέμπει έντονα στην παραδοσιακή βυζαντινή εικονογραφία. Ωστόσο, το έργο χαρακτηρίζεται από αντιρεαλιστικά και υπερρεαλιστικά χαρακτηριστικά της τέχνης του Εγγονόπουλου.  Το έργο αναμειγνύει το ιερό με το κοσμικό, το παρελθόν με το παρόν, τον μύθο με την πραγματικότητα. Η Παναγία εμφανίζεται ως επίγεια αλλά και υπερβατική μορφή. Η συνύπαρξη αντιφατικών στοιχείων είναι βασικό χαρακτηριστικό του υπερρεαλισμού.

Αξίζει να αναφέρουμε και την επιρροή από την βυζαντινή παράδοση. Η Παναγία απεικονίζεται χωρίς σκιαγράφηση ή ρεαλιστική προοπτική. Το πρόσωπό της είναι ακίνητο και αυστηρο όπως συμβαίνει στις αγιογραφίες. Αντίστοιχα, το βρέφος Χριστός δεν παρουσιάζεται ως παιδί με φυσικά χαρακτηριστικά. Αυτή η εικονογραφική προσέγγιση παραπέμπει στην πνευματικότητα και την αφαίρεση της βυζαντινής τέχνης, όπου ο σκοπός δεν είναι η πιστή αναπαράσταση, αλλά η μεταφυσική υπενθύμιση του ιερού.

Ο καλλιτέχνης, χωρίς να μιμείται, επανερμηνεύει τη βυζαντινή αισθητική μέσω του υπερρεαλισμού. Δημιουργεί μια εικόνα που ταυτόχρονα ανήκει στο παρελθόν και στο παρόν, στο θρησκευτικό και στο κοσμικό, στο ιστορικό και στο ποιητικό. Η Παναγία του Εγγονόπουλου δεν είναι μια μορφή αποκλειστικά θεολογική. Αντιθέτως, ενσαρκώνει μια διαχρονική μητρική αρχή, μια εθνική μνήμη, του ελληνικού πολιτισμού

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

Ο πίνακας παρουσιάζει τη χώρα της Ύδρας, με τις χαρακτηριστικές πέτρινες κατοικίες του νησιού, με μετωπική διάταξη, σαν σκηνικό θεάτρου. Η σύνθεση είναι επίπεδη, με έντονα χρώματα και απουσία σκιάς. Ο Εγγονόπουλος, συνδυάζει ένα ρεαλιστικό τοπίο (την Ύδρα) με μυθικές μορφές που διαταράσσουν τη φυσιολογική αντίληψη του χώρου και του χρόνου. Οι μορφές αυτές δεν είναι πρόσωπα, αλλά σύμβολα. Το υπερρεαλιστικό στοιχείο εντοπίζεται στη μεταφυσική σιωπή που περιβάλλει τη σκηνή, στην απουσία.

Στον πίνακα αυτό, ο Εγγονόπουλος εντάσσεται πλήρως στο μοντερνιστικό στοιχείο της ασυνέχειας, της σιωπής και της αφαίρεσης. Η σύνθεση δεν έχει αφήγηση ή χρονική διαδοχή. Οι μορφές είναι απομονωμένες, δεν αλληλεπιδρούν, αλλά συνυπάρχουν παραθετικά.

Αυτή η αποδόμηση της παραδοσιακής ζωγραφικής συνέχειας είναι στοιχείο βαθιά μοντερνιστικό, που καθιστά τον Εγγονόπουλο μοναδικό στη σύνθεση της ελληνικής ζωγραφικής με τις ευρωπαϊκές πρωτοπορίες.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ

Όπως προαναφέρθηκε, το έργο μας πρόκειται για μια προσπάθεια να συνδυάσουμε τις γνώσεις μας πάνω στον τομέα του μάρκετινγκ και του πολιτισμού ώστε να δημιουργήσουμε μια υποθετική έκθεση η οποία θα μπορούσε, εν δυνάμει, να λειτουργήσει σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο. Επομένως, η διαδικασία χωρίστηκε σε δύο μέρη ώστε η κάθε μια από τις δύο φοιτήτριες να ασχοληθεί με το κομμάτι πάνω στο οποίο έχει ειδικές γνώσεις.

Αρχικά, ως προς το περιεχόμενο της έκθεσης, επιλέξαμε να συμπεριλάβουμε ποικιλία των πιο χαρακτηριστικών του έργων, ταξινομώντας τα ως προς τρεις διαφορετικές θεματικές. Τα εκθέματα ταξινομήθηκαν σε τρεις επιμέρους θεματικές ενότητες, η καθεμία από τις οποίες στεγάζεται σε ξεχωριστή αίθουσα, ώστε να ενισχύεται η αφηγηματικότητα και η βιωματική κατανόηση από πλευράς επισκέπτη. Η πρώτη αίθουσα εστιάζει στην απεικόνιση φορεσιών και ενδυμασιών, αντιμετωπίζοντας το ένδυμα όχι μόνο ως αισθητικό στοιχείο, αλλά και ως φορέα ταυτότητας, ετερότητας και πολιτισμικής μνήμης. Η δεύτερη αίθουσα συγκεντρώνει έργα που προβάλλουν κτίρια αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος —κυρίως κλασικά ή νεοκλασικά, τα οποία λειτουργούν ως σκηνικά του φαντασιακού κόσμου του καλλιτέχνη. Τέλος, η τρίτη ενότητα αναδεικνύει τη σχέση του Εγγονόπουλου με το βυζαντινό στοιχείο και τη θρησκευτική εικονογραφία, προσεγγίζοντας τη μεταφυσική διάσταση του έργου του και τη σύνδεσή του με μια θεολογία.

Η συγκεκριμένη δομή δεν προέκυψε τυχαία, αλλά από την επιθυμία μας να διαμορφωθεί μια συνολική θεώρηση της καλλιτεχνικής ταυτότητας του Εγγονόπουλου, μέσα από έναν πολυθεματικό, αλλά συγχρόνως συνεκτικό μουσειολογικό άξονα. Κάθε ενότητα λειτουργεί ως αυτόνομος ερμηνευτικός πυρήνας, αλλά συγχρόνως επικοινωνεί με τις υπόλοιπες, φωτίζοντας τη βαθιά σχέση του δημιουργού με την ιστορικότητα, τον μύθο και την παράδοση.

Στη συνέχεια, θα αναλύσουμε πως αποφασίσαμε να προωθήσουμε αυτήν την έκθεση στο κοινό, διαλέγοντας μεθόδους που πιστεύουμε πως συνάδουν με την φιλοσοφία του έργου του Εγγονόπουλου. Για αρχή θέσαμε τους στόχους  που θελήσαμε να πετύχουμε με αυτήν την έκθεση, οι οποίοι ήταν, η αναγνωσιμότητα, η ευαισθητοποίηση και η ενημέρωση του κοινού για το που μπορουν να επισκεφτούν και να αλληλεπιδράσουν με το αρχείο. Ως δεύτερο στόχο, θέσαμε την ανάδειξη της μοντέρνας καλλιτεχνικής ταυτότητας και του υπερρεαλιστικού στοιχείου στην Ελλάδα.

Όσον αφορά την προβολή της έκθεσης και την στρατηγική της καμπάνιας, επιλέξαμε να υπάρχει παρουσία στα social media (Instagram, Facebook), όπου θα ξεκινούσαμε ανεβάζοντας teaser βιντεο μικρού μήκους που θα αποκάλυπταν λίγο λίγο τις λεπτομέρειες του event. Αργότερα, αφού θα είχε δημιουργηθεί ντόρος γύρω από την έκθεση, το περιεχόμενο μας θα είχε περισσότερο εκπαιδευτικό σκοπό. Θα παραθέταμε φωτογραφικό υλικό από το αρχείο, ποιήματα και άλλα με σκοπό οι ενδιαφερόμενοι να ενημερωθούν και να μάθουν περισσότερα για τα έργα του Εγγονόπουλου.

Καθώς σκοπός μας είναι να προσελκύσουμε και να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον ενός πιο νεανικού κοινού, αποφασίσαμε να γίνεται παράλληλα μια άλλη δράση, η δημιουργία αφισών, που θα διαφήμιζαν την τριήμερη έκθεση. Πόσες ώρες από την ημέρα μας περνάμε σε μια στάση περιμένοντας το λεωφορείο να πάμε δουλειά, πανεπιστήμιο, βόλτα; Θεωρήσαμε λοιπόν, πως η μεγαλύτερη προβολή της έκθεσης θα προκύψει από το out of home advertising (OOH) και θα φέρει την αναγνωρισιμότητα που αναζητούμε για την έκθεση. Θα τοποθετούσαμε τις αφίσες σε σταθμούς λεωφορείων και μετρό.

Θέλοντας να φέρουμε τον σύγχρονο κόσμο πιο κοντά στον υπερρεαλισμό και τον καλλιτεχνικό τρόπο έκφρασης του Εγγονόπουλου, θα οργανώναμε υποθετικά μια σειρά από δράσεις που θα λάμβαναν χώρα κατά την διάρκεια της έκθεσης, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να γεφυρώσουμε αυτό το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στο νεανικό κοινό και την καλλιτεχνική παράδοση. Οι δράσεις που επιλέξαμε να συμπεριλάβουμε είναι, αρχικά, εργαστήρια δημιουργικής γραφής και ζωγραφικής εμπνευσμένα από τα έργα του καλλιτέχνη. Εκει οι επισκέπτες θα οδηγούνταν σε τραπέζια όπου θα έβρισκαν τα απαραίτητα υλικά που θα χρειάζονταν για την έκφραση της δημιουργικότητάς τους όπως χαρτιά, χρώματα, μολύβια αλλά και βιβλία με ποίηση και εικαστικά έργα του Εγγονόπουλου από τα οποία θα μπορούσαν να πάρουν έμπνευση. Παράλληλα, ο αρμόδιος για τη διατήρηση της ροής του προγράμματος θα καθοδηγούσε τους συμμετέχοντες στο πως να γράψουν ή να ζωγραφίσουν, σύμφωνα με το ύφος του καλλιτέχνη. Ως αποτέλεσμα, το κοινό θα κατανοούσε σε μεγαλύτερο βάθος το περιεχόμενο των έργων του αλλά και εξειδικευμένες έννοιες όπως ο υπερρεαλισμός και ο μοντερνισμός.

Ακόμα, μια από τις μέρες λειτουργίας της έκθεσης, θα επιθυμούσαμε να διοργανώσουμε μια βραδιά ποίησης αφιερωμένη στο έργο του Εγγονόπουλου. Εκεί θα πραγματοποιούνταν αναγνώσεις των ποιημάτων του και των επιστολών προς τη γυναίκα του, δημιουργώντας ένα ήρεμο και φιλόξενο κλίμα που, αναμφίβολα, θα άρμοζε στην αισθητική της έκθεσης. Θα ακολουθούσαν αναλύσεις του περιεχομένου των ποιημάτων καθώς και συζητήσεις για τη ζωή και το έργο του όπου ειδικοί μελετητές και υπεύθυνοι του αρχείου θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν ανοιχτά με τους επισκέπτες. Τέλος, στις επιμέρους δραστηριότητες θα εντάσσονταν εκπαιδευτικά προγράμματα και επισκέψεις από σχολεία, ώστε με έναν πιο απλό και κατανοητό τρόπο να μπορέσουν τα παιδιά να αποκτήσουν πολιτισμική παιδεία, γνωρίζοντας έναν από τους πιο σημαντικούς έλληνες καλλιτέχνες. Θα μπορούσαν, επομένως, μέσα από συνδέσεις των έργων του με την ιστορία και τη μυθολογία, να κατανοήσουν σε ένα βαθύτερο πλαίσιο το περιεχόμενο και την πολιτισμική τους αξία.

 

 

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Η διαδικασία υλοποίησης της εργασίας για την παρουσίασή της στην, αφιερωμένη στον Νίκο Εγγονόπουλο, ημερίδα, πραγματοποιήθηκε μέσα από τη δημιουργία μιας έκθεσης ιδεών στο Canva. Το δημιουργικό κομμάτι της εργασίας είχε ήδη ξεκινήσει από τη στιγμή της άφιξής μας στο αρχείο του Νίκου Εγγονόπουλου στην σχολή καλών τεχνών. Εκεί, οι δυνατότητες που μας δίνονταν από το ατελείωτο και ανεκτίμητης αξίας υλικό ήταν τεράστιες. Εν τέλει, καταλήξαμε στην αξιοποίηση των βιβλίων που περιλάμβαναν τα εικαστικά του έργα αλλά και των ίδιων των πινάκων ζωγραφικής που βρίσκονταν στο χώρο. Τραβήχτηκαν φωτογραφίες πολλών έργων συνοδευόμενων από τους τίτλους και τις χρονολογίες δημιουργίας τους τις οποίες, στη συνέχεια, ξεδιαλέξαμε ώστε κάποιες από αυτές να αξιοποιηθούν στην έκθεση ιδεών.

Η ιδέα για την θεωρητική έκθεση προέκυψε στη συνέχεια καθώς θεωρήσαμε ότι ήταν μια ευκαιρία να συνδυάσουμε τις γνώσεις μας ως προς το μάρκετινγκ και τη διαχείριση πολιτισμού, αντίστοιχα. Επομένως, ο τρόπος που σκεφτήκαμε να παρουσιάσουμε την ιδέα μας ήταν μέσω του Canva. Το επόμενο στάδιο της διαδικασίας ήταν η διαλογή των φωτογραφιών που ειχαμε τραβήξει ώστε να καταλήξουμε στις θεματικές γύρω από τις οποίες θα κυμαινόταν το περιεχόμενο της έκθεσής μας. Οι τρεις θεματικές στις οποίες καταλήξαμε ήταν φορεσιές, αρχιτεκτονική και βυζαντινά.

Η επιλογή των τριών θεματικών ήταν η πιο χρονοβόρα διαδικασία κατά τη διάρκεια της εργασίας μας. Ο λόγος αυτού ήταν ότι ο Εγγονόπουλος, αν και καλλιτέχνης με χαρακτηριστικό και άμεσα αναγνωρίσιμο στυλ ζωγραφικής, είχε μεγάλη ποικιλία ως προς το περιεχόμενο των έργων του, γεγονός που επέτρεπε την κατηγοριοποίησή τους σε πολλές διαφορετικές θεματικές. Στην αρχή, αυτό μας προβλημάτισε και καθυστέρησε αρκετά τη διαδικασία συλλογής ιδεών. Εν τέλει, η επιλογή των ενδυμασιών, της αρχιτεκτονικής και των εκκλησιαστικών/βυζαντινών έγινε λόγω της ξεκάθαρης διαφοροποίησης των τριών μεταξύ τους. Η έκθεση θα αποκτούσε ποικιλομορφία, αφού τα έργα θα χωρίζονταν σε τρεις διαφορετικές αίθουσες δίνοντας στον επισκέπτη τη δυνατότητα να επιλέξει ποια εκ των τριών θεματικών επιθυμούσε να δει. Ακόμα, θεωρήσαμε ότι από όλο το περιεχόμενο των έργων του καλλιτέχνη, αυτά ήταν τα πιο αναγνωρίσιμα από το ευρύ κοινό.

Στη συνέχεια οι φωτογραφίες πέρασαν από επεξεργασία και τοποθετήθηκαν σε τρεις διαφορετικές διαφάνειες, γραφιστικά επιμελημένες ώστε να παραπέμπουν σε τρεις αίθουσες ενός μουσείου, με τον τίτλο και τη χρονολογία δημιουργίας τους να τις συνοδεύει σαν λεζάντα εκθέματος. Αυτό, εκτός από το γεγονός ότι καθιστούσε πιο ελκυστική την παρουσίασή μας, ήταν ένας τρόπος να οπτικοποιήσουμε την ιδέα μας όχι μόνο στους καλεσμένους στην ημερίδα, αλλά και στους καθηγητές και συμφοιτητές μας.

Έχοντας αντιμετωπίσει το ζήτημα της επιλογής εκθεμάτων, ο επόμενος προβληματισμός μας ήταν αναφορικά με την τοποθεσία της έκθεσης. Λαμβάνοντας υπόψιν μας την οικονομική κατάσταση και τη θεματική της έκθεσης θεωρήσαμε πως, για μια ρεαλιστική, υποθετική συνθήκη, η καλύτερή μας επιλογή που θα ταίριαζε για μια εικαστική έκθεση θα ήταν ο χώρος που στεγάζεται το αρχείο, δηλαδή η σχολή καλών τεχνών. 

Η διατήρηση της έκθεσης στο χώρο του αρχείου, εκτός από το ότι ταιριάζει αισθητικά με την ιδέα της εικαστικής έκθεσης σε χώρο σπουδών των ανερχόμενων καλλιτεχνών, βοηθάει στην πληροφόρηση του κοινού για την ύπαρξη του αρχείου. Το αρχείο, καθώς ως τώρα δεν ήταν ανοιχτό στο κοινό προς επίσκεψη, θα αποκτούσε επιπλέον δημοσιότητα από τους επισκέπτες, καθώς η επαφή τους με τα έργα του Εγγονόπουλου και η συμμετοχή τους σε δραστηριότητες σχετικές με αυτό θα τους ωθούσαν στο να επισκεφτούν το αρχείο και να μάθουν περισσότερα για τον καλλιτέχνη.

Στη συνέχεια, αφού προσθέσαμε στην παρουσίαση την ημερομηνία και τοποθεσία της έκθεσης αλλά και όλους τους τρόπους που θα μπορούσαμε να τη διαφημίσουμε ώστε να της επιφέρουμε δημοσιότητα, ο τελευταίος μας προβληματισμός ήταν το πως θα μπορούσαμε να την εμπλουτίσουμε ώστε να είναι ενδιαφέρουσα για όλες τις ομάδες κοινού και να έχει να προσφέρει κάτι παραπάνω πέρα από πίνακες ζωγραφικής.

Επομένως, σκεφτήκαμε μια σειρά από συμπληρωματικές δραστηριότητες που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν στο χώρο της σχολής καλών τεχνών. Κάποιες από αυτές περιλάμβαναν εργαστήρια δημιουργικής γραφής και ζωγραφικής, βραδιές ποίησης και προγράμματα ξενάγησης για τα παιδιά. Θεωρούμε πως, εφόσον τα παιδιά είναι μια από τις σημαντικότερες και πολυπληθέστερες ομάδες κοινού, οφείλουν τα μουσεία να διοργανώνουν εκπαιδευτικές δραστηριότητες για αυτά. Ειδικά σε μια έκθεση τέχνης όπως η συγκεκριμένη, οι δυνατότητες για παιδικές δραστηριότητες είναι πολλές και θα θέλαμε, κάποιες τουλάχιστον από αυτές, να αξιοποιηθούν.

Μετά την παρουσίαση της έκθεσης ιδεών στην ημερίδα για τον Νίκο Εγγονόπουλο, ενημερωθήκαμε από υπεύθυνους της διατήρησης του αρχείου ότι, ήδη, πολλές από τις ιδέες μας, ειδικά αυτές που αφορούν τη συμμετοχή των παιδιών και τις ξεναγήσεις τους έχουν ήδη αρχίσει να εφαρμόζονται στα πλαίσια του αρχείου. Το γεγονός αυτό μας προσέφερε μεγάλη ευχαρίστηση καθώς μας οδήγησε στο να καταλάβουμε ότι οι προτάσεις μας μπορούν, εν δυνάμει, να είναι αξιοποιήσιμες σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο μιας εικαστικής έκθεσης.

 

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Στόχος της παρούσας εργασίας ήταν να διερευνήσει πώς το εικαστικό έργο του Νίκου Εγγονόπουλου μπορεί να αποτελέσει σημείο εκκίνησης για τη δημιουργία μιας σύγχρονης, πολυαισθητηριακής έκθεσης, η οποία συνδυάζει τη μουσειολογική επιμέλεια με τη στρατηγική προώθηση στον τομέα του πολιτιστικού μάρκετινγκ. Μέσα από αυτή την υποθετική προσέγγιση, στόχος μας ήταν να αναδείξουμε τη διαχρονική αξία του έργου του καλλιτέχνη και να τονίσουμε τη δυνατότητα ενεργοποίησης του πολιτισμικού του αποτυπώματος στο σήμερα, με εργαλεία που γεφυρώνουν την καλλιτεχνική έρευνα με την επικοινωνιακή στρατηγική.

Η επιλογή των θεματικών ενοτήτων (φορεσιές, αρχιτεκτονική, βυζαντινές επιρροές) ανέδειξε την πολυδιάστατη φύση της δημιουργίας του Εγγονόπουλου και τη βαθιά του σχέση με την ελληνική ιστορία, μνήμη και μυθολογία. Η ενσωμάτωση της ποίησης και του αρχειακού υλικού ενίσχυσε τη σκηνογραφική και αφηγηματική δομή της έκθεσης, δημιουργώντας ένα εικαστικό περιβάλλον όπου ο επισκέπτης μετατρέπεται σε ενεργό συνομιλητή του έργου.

Η εργασία αυτή κατέδειξε πως η σύνδεση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος μπορεί να γίνει δημιουργικά και γόνιμα, όταν προσεγγίζεται με δημιουργικότητα και καινοτόμο σχεδιασμό. Αν και πρόκειται για μια υποθετική πρόταση, η σύλληψή της βασίζεται σε ρεαλιστικά δεδομένα και πρακτικές σύγχρονης πολιτιστικής διοργάνωσης, προσφέροντας ένα παράδειγμα για το πώς η τέχνη μπορεί να καταστεί εργαλείο πολιτισμικής παιδείας, συμμετοχής και στοχασμού. Γίνεται φανερό ότι ο Εγγονόπουλος, με τη μοναδική του εικαστική και ποιητική γλώσσα, παραμένει επίκαιρος και ανοιχτός σε νέες ερμηνείες, λειτουργώντας ως γέφυρα ανάμεσα στην παράδοση και τη σύγχρονη καλλιτεχνική αναζήτηση.

 

Βιβλιογραφική Ανασκόπηση

Barthes, R., 1977. Image, Music, Text. Translated by Stephen Heath. New York: Hill and Wang.

Breton, A., 1924. Manifeste du Surréalisme. Paris: Éditions du Sagittaire.

Αμπαζοπούλου Φ., 2008. Εισαγωγή στην ποίηση του Εγγονόπουλου. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Εγγονόπουλος Νίκος, 19 Ιουνίου 2025 Εθνική Πινακοθήκη. (https://www.nationalgallery.gr/artist/engonopoulos-nikos/)

Περπινιώτη-Αγκαζίρ Κ., 2007.  Νίκος Εγγονόπουλος: ο ζωγραφικός του κόσμος, Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη.

 

 

 

 

 

 

Μοιραστείτε το στο Facebook